Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

G.W.Fr.Hegel: Κράτος και Πόλεμος


                                                                           
G. W. Fr. Hegel
1770–1831

 

Ο  πόλεμος  και  τα  κράτη

§ 1
Το ερώτημα:  Είναι αναπόφευκτος ο πόλεμος; Μπορεί ένα καλά οργανωμένο κράτος ή μια παγκόσμια οργάνωση κρατών  να καταργήσουν τον πόλεμο; Βασική αρχή αποφυγής του πολέμου, υπό ορισμένες συνθήκες, φαίνεται να είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας οργάνωσης και κοινότητας των κρατών και η θέσπιση ενός διεθνούς δικαίου που απαγορεύει ρητά την διεξαγωγή πολέμων. Υπό ένα τέτοιο περίπου πνεύμα, πριν από τον Χέγκελ, επιχείρησε ο Καντ να μιλήσει για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ομοσπονδίας κρατών, η οποία θα εργαζόταν για την αιώνια ειρήνη. Ιστορικά ιδωμένη μια τέτοια θέση αποδεικνύεται ανεφάρμοστη. Από την αρχαιότητα έως και σήμερα κατέστη αδύνατη η επίτευξη μιας τέτοιας κοινότητας κρατών. Όπου φαινομενικά ήλθε σε ύπαρξη, όπως για παράδειγμα στην ελληνική αρχαιότητα με την Αθηναϊκή συμμαχία ή στη σύγχρονη εποχή με την Ευρωπαϊκή ένωση ή το Ν.Α.Τ.Ο. ή το μέχρι πρότινος Σύμφωνο της Βαρσοβίας ή ακόμη τον ΟΗΕ και παρόμοιους οργανισμούς, ουσιαστικά αποτέλεσε και αποτελεί οργάνωση των συμφερόντων των ισχυρών κρατών σε βάρος των λαών και των πιο ανίσχυρων κρατών.  Συχνά–πυκνά στις εποχές μας, όλοι αυτοί οι οργανισμοί λειτουργούν ως κατασταλτικοί μηχανισμοί κοινωνικών κινημάτων ή απελευθερωτικών πολέμων σε μεμονωμένα κράτη. Ο Χέγκελ, χωρίς να έχει αντικειμενικά όλη αυτή την ιστορική εμπειρία αλλά διαλεκτικά σκεπτόμενος, αποφάνθηκε κατηγορηματικά: ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια οργάνωση και κοινότητα κρατών, ακόμα και η πιο δημοκρατική· είναι εφικτό όμως ένα κοινό πνεύμα των λαών, των εθνών.

§ 2
Το κοινό πνεύμα: Αυτό που μπορεί να ενώνει τους λαούς είναι ένα κοινό πνεύμα, το οποίο πάντοτε ριζώνει και μπορεί να αναπτύσσεται πρωτίστως σε επίπεδο Έθνους. Το εθνικό κράτος ως τέτοιο αποτελεί την μητρώα και πατρώα εστία για μια ενωτική συμπόρευση των λαών. Τούτο έχει ιδιαίτερη διαχρονική αξία για τη διάνοιξη της ανθρώπινης συνεννόησης σε διακρατικό και υπερ-κρατικό επίπεδο. Έχει αποδειχτεί ιστορικά πως μια μικρότερη ή μεγαλύτερη ομογενοποίηση ταξικών συμφερόντων δεν συνεπάγεται αυτόματα την αλληλο-συνεννόηση των λαών. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, όταν το μόνο προσδιορισμένο στοιχείο που μπορεί να ενώνει, από άποψη φύσης, τους ανθρώπους μεταξύ τους, όπως σωστά παρατηρεί ο Χέγκελ, είναι το βιολογικό συν ορισμένα νοητικά και πνευματικά γνωρίσματα; Πώς σφυρηλατείται ένα τέτοιο πνεύμα; Πρώτα και κύρια με την πολιτική που παράγεται και εφαρμόζεται στο κάθε ξεχωριστό εθνικό κράτος. Αναλόγως διαμορφώνονται κοινές εμπειρίες ανάμεσα στα έθνη ή οξύνονται οι διαφορές και επιλύονται με πόλεμο. Επίσης με την αφύπνιση των λαών μέσα από τέτοιους πολέμους. Ο πόλεμος, απ’ αυτή την άποψη, ενισχύει την πνευματική τους υγεία, γιατί τους καλλιεργεί την επίγνωση, την αυτοσυνειδησία και την αυτοδιάθεση. Ο πόλεμος επομένως, σύμφωνα με τον Χέγκελ, καθίσταται αναπόφευκτος, ανεξάρτητα αν τον επιθυμεί κανείς ή όχι. Όλοι οι πόλεμοι μέχρι σήμερα, παγκόσμιοι και περιφερειακοί, τον δικαιώνουν. Ακόμη κι αν διεθνείς συνθήκες ή το διεθνές δίκαιο δεσμεύει τα κράτη ενάντια στον πόλεμο, ποιο (ισχυρό) κράτος βρέθηκε ως τώρα να τηρήσει ένα τέτοιο δίκαιο;

§ 3
Ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος: γιατί, πιο συγκεκριμένα, ο πόλεμος –μεταφορικά ή κυριολεκτικά– είναι αναπόφευκτος; Επειδή δεν μπορεί να υπάρχει μια παγκόσμια κοινωνία κοινών συμφερόντων παρά μόνο τα συμφέροντα των κρατών. Η αρχή συνεπώς που διέπει τη συνεργασία των κρατών είναι η αρχή κυριαρχίας του ενός κράτους πάνω στο άλλο: τα συμφέροντα του ενός ενάντια στο άλλο. Αλίμονο στους νερόβραστους εκείνους πολιτικούς που προσδοκούν την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων από ξένα συμφέροντα. Και Χέγκελ να μην έχει διαβάσει κανείς καταλαβαίνει στοιχειωδώς, εκτός αν είναι ελαφρόμυαλος ή πραιτοριανός,  ότι το δικαίωμα ενός έθνους να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του δεν θεμελιώνεται στο πώς πρέπει να  είναι οργανωμένα τα συμφέροντα της Ευρώπης, ας πούμε, αλλά στο κατά πόσο οι πολιτικοί του έθνους υπερασπίζονται το εθνικό συμφέρον ακόμη και ενάντια στα πιο ισχυρά ξένα συμφέροντα. Η συνεννόηση ανάμεσα στα κράτη δεν εδράζεται στο Δέον, όπως ήθελε ο Καντ, αλλά στο Είναι, όπως υποστηρίζει ο Χέγκελ.  Σύμφωνα με τον τελευταίο, δεν υπάρχει κάποια ύψιστη ηθική αρχή που διακανονίζει τις ανταγωνιστικές αντιθέσεις των κρατών παρά μόνο η αναγκαιότητα της μάχης, της διαμάχης, του αγώνα, του πολέμου.  Όχι πώς θα έπρεπε να εξομαλύνονται οι αντιθέσεις συμφερόντων, αλλά πώς αντιμετωπίζονται; Με εθνικές υποχωρήσεις ή με εναντίωση, με αγώνα, με πόλεμο; Το πώς αντιμετωπίζονται αποτελεί κριτήριο οριακό ως προς την αληθινή υπεράσπιση των συμφερόντων ενός λαού ή την καταπρόδοσή του, μας λέει ο Χέγκελ. Και συνεχίζει: η επίφαση ενός αλληλέγγυου, φιλήσυχου διακανονισμού αντιθετικών συμφερόντων ανάμεσα στα κράτη, ακόμη κι αν αυτοαποκαλούνται εταίροι, χωρίς τα πυρά της μάχης, συνεπάγεται απονέκρωση του λαού, θάνατο του έθνους.



Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

M. Heidegger: Περί του Πολιτικού


                                                                                 

                      Martin  Heidegger
           
            Από το Είναι στο πολιτικό Είναι

                                         §1

Οι εκδόσεις Ηριδανός, εδώ και κάποιο καιρό, έχουν αναλάβει την έκδοση  κειμένων μεγάλων φιλοσόφων στη σειρά: Φιλοσόφων Έργα. Επιστημονική επιμέλεια της σειράς έχουν: Στέφανος Ροζάνης και Δημήτρης Τζωρτζόπουλος. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης σειράς κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες το ακόλουθο βιβλίο:

Martin Heidegger


                                     Περί  Πολιτικής
                                     Περί  Αλήθειας
                                     Περί  Τεχνικής

                                    Εισαγωγή, μετάφραση, Σχόλια
                          Δημήτρης Τζωρτζόπουλος


Ο παρών τόμος περιέχει κείμενα της δεύτερης περιόδου της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ, κείμενα δηλαδή από τη λεγόμενη στροφή της σκέψης του μετά το Είναι και Χρόνος. Η έναρξη αυτής της στροφής χρονολογείται, σε γενικές γραμμές, από το 1929 και εξής. Η περίοδος αυτή στη Γερμανία αλλά και παγκοσμίως λογίζεται ως μια από τις πιο πολύπλοκες και ταραγμένες περιόδους της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας.  Η καταιγίδα των γεγονότων δεν αφήνει, ως προκύπτει, αδιάφορο τον φιλόσοφο. Ακριβώς, με την εν λόγω στροφή ο Χάιντεγκερ δείχνει να κάνει στροφή προς την πολιτική φιλοσοφία, να θέλει να γίνει ο φιλόσοφος-πολιτικός κατά το πρότυπο της Πλατωνικής Πολιτείας και να παρακολουθήσει έως και να επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του. Η καταιγίδα των γεγονότων, για την πολιτική του σκέψη, μετατρέπεται σε καταιγίδα του Είναι. Μάλιστα, ως το τέλος του βίου του,  επιχειρεί να αναπροσδιορίσει την έννοια της αλήθειας μέσα από μια ενδογενή σχέση της πολιτικής με την τεχνική. Κατά το πνεύμα αυτό, το ερώτημα για το νόημα του Είναι διευρύνεται σε ερώτημα για το νόημα του πολιτικού Είναι.


                                                                             § 2

Στον προαναφερθέντα τόμο μεταφράζονται, σχολιάζονται και ερμηνεύονται ο πολύκροτος Πρυτανικός λόγος, η θεωρία του Πλάτωνος για την αλήθεια, το ερώτημα για την τεχνική και θεμελιώδεις έννοιες από την  (πολιτική) του σκέψη. Οποιαδήποτε κι αν είναι η αφετηρία ανάγνωσης του Χάιντεγκερ, η φιλοσοφία του για το Πολιτικό δεν ερμηνεύεται ούτε κατανοείται, από αφορμή μια πρόσκαιρη εμπλοκή του με τον εθνικοσοσιαλισμό, με ιδεολογικές αγκυλώσεις ή ηθοπλαστικές περιχαρακώσεις του είδους: «είναι μεγάλος στοχαστής, αλλά χωρίς αρχές και ηθικό ανάστημα …». Η Χαϊντεγκεριανή σκέψη είναι πολύτροπη και ως τέτοια έρχεται να συζητηθεί στην εκτενή εισαγωγή του πιο πάνω μνημονευθέντος τόμου.  Η σύντομη «πολιτική δράση» του φιλοσόφου –ανεξάρτητα από την έκβασή της ή από τη συνολική έκβαση του ναζιστικού εγχειρήματος ως τέτοιου, με το οποίο συνδέθηκε αυτή η δράση– αποτελεί γνήσιο προϊόν μιας φιλοσοφικής σκέψης, της οποίας η πρώτη φάση ανάπτυξης έχει ως κύριο συστατικό της στοιχείο το κείμενο του Είναι και Χρόνος και η δεύτερη φέρει το «πνευματικό άρωμα» της στροφής. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, αυτή η φιλοσοφία, ακόμη και στις πιο ακραίες της πολιτικές στιγμές, θεμελιώθηκε σε ένα τόσο βαθύ και σύμμετρο προς τις πνευματικές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου υπόβαθρο, ώστε κατόρθωσε να μην εκφυλιστεί σε έναν ιλαροτραγικό λίβελλο της πολιτικής ούτε να αποτελέσει μια ιδεολογική παραμυθία ενός ανεπανόρθωτα ερημωμένου κόσμου.

                                        § 3

Εκκινούμε λοιπόν από το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ δεν συνδέθηκε με τη συγκρότηση κάποιας θεωρητικής βάσης για τη νομιμοποίηση της μιας ή της άλλης θεσμισμένης τάξης πραγμάτων ούτε ήταν ο πρόθυμος εκτελεστής προϋπαρχόντων σχεδίων του ναζισμού. Εν τούτοις, η σκέψη του περιέχει και εκφράζει μια θεμελιώδη πολιτική κατεύθυνση, που δεν είναι ούτε «δημοκρατική» ούτε «φιλελεύθερη» ούτε  «συντηρητική» ούτε «κοινοβουλευτική», αλλά ενδιαφέρεται για την πολιτική ενότητα του λαού στη βάση μιας λαϊκής κοινότητας (Volksgemeinschaft), η οποία θα πρέπει να είναι απρόσβλητη από τα καταστροφικά πυρά της μαζικής «δημοκρατίας» της νεωτερικότητας. Ως πρότυπο αυτής της Volksgemeinschaft είχε την πολιτική-πνευματική κοινότητα της ελληνικής αρχαιότητας, κυρίως υπό την πλατωνική της σύλληψη, και όχι την Volksgemeinschaft του Χίτλερ. Τη δεύτερη τούτη τη συνάντησε στο δρόμο του, από τη δεκαετία ακόμη του 1920, και προφανώς να πίστεψε ότι βρήκε τις Συρακούσες του. Εδώ έγκειται η πολιτική του αφέλεια, για την οποία ομιλεί, μεταξύ άλλων, τόσο γλαφυρά η H. Arendt. Οι βασικές φιλοσοφικές γραμμές αυτής της πολιτικής σύλληψής του σχεδιάστηκαν, έγιναν επεξεργάσιμες και αναγγέλθηκαν δεόντως στο Είναι και Χρόνος. Εδώ πραγματεύεται την ιδέα του Αυθεντικού σε ενδοσυνάφεια πάντοτε με την ιστορικότητα του Dasein. Σε σχέση με αυτό παρατηρούμε την προβολή πολιτικών όρων, οραμάτων και εφαρμογών τους που ο φιλόσοφος επιθυμεί να συμβούν.

                                         § 4

Το Dasein αποκτά την αυθεντικότητά του όχι απλά και μόνο από μια τυχαία εκλογή ή επιλογή του, αλλά από την ιστορική του διάνοιξη, που είναι η μοίρα του, σε μια αυθεντικότητα της παράδοσης, δηλαδή στην κληρονομημένη από το παρελθόν Volksgemeinschaft· μια αυθεντικότητα ωστόσο που έρχεται στο παρόν ως επιλεγμένη δυνατότητα του Dasein να αποφασίζει να συναντά τις «ευτυχισμένες περιστάσεις», δηλαδή την επιδιωκόμενη  Volksgemeinschaft του ναζισμού, η οποία για το αυθεντικό γίγνεσθαι του Dasein έρχεται στο Είναι  ως ο αγώνας ενάντια στην αστική θεσμική τάξη και προς επανάκτηση της παλαιάς ανόθευτης λαϊκής ενότητας, της οποίας την αυθεντικότητα εγγυάται: ο Mein Kampf (ο Αγώνας μου) κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στη συνάφεια τούτη εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στις ακόλουθες αρχές του Πολιτικού: 1. Το ερώτημα για το Είναι δεν είναι ένα αφηρημένο, ακαδημαϊκό φιλοσοφικό ερώτημα, αλλά άκρως φιλοσοφικο-πολιτικό που εγγίζει το Dasein του ανθρώπου ως ένα τέτοιας υφής μοιραίο ενδοκοσμικά συμβάν, ώστε να συναπαντά τους άλλους μέσα στον κοινό αγώνα για εγκαθίδρυση της αυθεντικής ενότητας του λαού πέραν της ερήμωσης που επιφέρει η νεωτερική μαζοποίηση του λαού, και μάλιστα μαζοποίηση θεσμικά κατοχυρωμένη. 2. Πρόκειται για το Είναι που παραπέμπει στο «πνευματικό πεπρωμένο της Δύσης», στην πνευματική παρακμή της γης, η οποία σημαίνει απώλεια της πνευματικής δύναμης των λαών. 3. Ετούτη η πνευματική δύναμη ομιλεί τη γλώσσα του πεπρωμένου του Είναι και επιτρέπει στους λαούς, εφόσον αφυπνίζονται,  να αποτιμούν δεόντως αυτή την παρακμή. 4. Το ερώτημα επομένως για το Είναι, ως ενεχόμενο στην πολιτική,  αφορά την  ιστορική ύπαρξη του ανθρώπου, πράγμα που σημαίνει πρωτίστως την αυθεντική μελλοντική του ύπαρξη. 5. Το ερώτημα για το Είναι, εν τέλει, εκδιπλώνεται, στον ορίζοντα του Πολιτικού, ως ερώτημα για την ουσία και τη δομή της ανθρώπινης συμβίωσης σε μια συνταγματική τάξη που διέπεται από σχέσεις κυριαρχίας και από την κυριαρχία της τεχνικής.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Μ. Αναγνωστάκης: Εν πολέμω


                                                                           
           ΜΑΝΟΛΗΣ  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
                                          1925-2005

                                                 § 1
                         Προοιμιακές παρατηρήσεις

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκει στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, των οποίων το ποιητικώς λέγειν δίνει φωνή σε οράματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικο-ανθρωπιστικά καθώς και στις πραγματώσεις ή διαψεύσεις αυτών των οραμάτων. Αυτό το λέγειν μελετά τις τραυματικές εμπειρίες του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, αλλά και ό,τι επακολουθεί για να περισυλλέξει τελικά σε ποίημα τα σήματα αυτών των εμπειριών. Αναλογικά, ο Αναγνωστάκης γίνεται ο κυριότερος εκφραστής αυτής της ποιητικής περισυλλογής. Σμιλεύει έτσι έναν ποιητικό λόγο, ο οποίος περι-συλ-λέγει τις διαψεύσεις των μεγάλων ελπίδων και των ανεξάντλητων οραματισμών της γενιάς του. Συγχρόνως όμως ορμάται από αυτό που δίνει φωνή και λόγο στο ποίημα, που το προσδιορίζει ως τέτοιο, προκειμένου να φωτίσει περισσότερο την περισυλλεγμένη εμπειρία, να την αποδώσει στην ουσία της. Εδώ έγκειται και η ποιητική του μεγαλοσύνη, η οποία του επιτρέπει να απευθύνεται στον αναγνώστη με τρόπο μοιραίο, χωρίς να εκπίπτει σε ιδεολογικούς παροξυσμούς ή σε γοερές παραφωνίες για αυτό που έχει χαθεί και έχει προκαλέσει πόνο, θλίψη, σπαραγμό. Η ποιητική του απεύθυνση επομένως προς εμάς με τρόπο μοιραίο σημαίνει ότι αναδεικνύει το ποίημα σε μια μοιραία δημιουργία για μας, σε ένα ποιείν που είναι η μοίρα μας, που είναι η ιδιάζουσα στην υπαρκτική μας ουσία οδός, είτε έχουμε επίγνωση αυτής της οδού είτε όχι.  

§ 2

ΚΙ   ΗΘΕΛΕ   ΑΚΟΜΗ …

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.  Όμως
          εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα
          σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το  
εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα   π ε ρ ι μ έ ν ω.

                                 § 3
       Ερμηνεία – Κατανόηση

·      Το συγκεκριμένο ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή: Η Συνέχεια, δημοσιευμένη το 1954. Κυρίαρχο γνώρισμα της αλήθειας του είναι η αυτογνωσία, η καίρια αντιμετώπιση του πραγματικού, η απελευθέρωση της ποιητικής σκέψης από παραμορφώσεις και συσκοτίσεις μιας κενόδοξης αισιοδοξίας.  Η αγωνία της ύπαρξης εδώ δεν είναι μια στιγμή του ποιητικού υποκειμένου, που αισθάνεται πανικόβλητο μπροστά στην ήττα με τα πολλά πρόσωπα: την ήττα με το πρόσωπο της μεταπολεμικής προδοσίας που εκτείνεται ως το σήμερα· με εκείνο της ψευδούς συνείδησης της μεταπολεμικής αριστεράς, της διθυραμβικής-μεταφυσικής εξιδανίκευσης –εκ μέρους της– του νεκρού αγωνιστή που δεν πέθανε αλλά πέρασε στην αιωνιότητα, με την απανθράκωση του οραματικού στοιχείου στο όνομα μιας εδώ και τώρα λύτρωσης, η οποία εν τέλει αποβαίνει άτακτος συμβιβασμός με την υφιστάμενη εξαθλίωση κλπ.

·      Απεναντίας  η εν λόγω αγωνία είναι η διαρκής αλήθεια του ποιητικού υποκειμένου και του αναγνώστη. Ακριβώς αυτή η αλήθεια απηχεί την τεταμένη σκέψη που ζητεί να προσεγγίσει τον πυρήνα της ηττημένης πολιτικοκοινωνικά ψυχής του μεταπολεμικού ανθρώπου και να την οδηγήσει πέρα από τις συνέπειες αυτής της ήττας, προς την αυθεντική πηγή της μη-ήττας (=δεν παραδέχτηκα την ήττα …), της μη παραδοχής του χαμένου αγώνα ως ολοκληρωτικής καταστροφής, ως αδυσώπητης μοίρας. Η μαρτυρία του ποιητικώς λέγειν αναδύεται από τη νύχτα της ήττας και κατονομάζει το συμβάν (=θέλει ακόμα πολύ φως να ξημερώσει) ως ύψιστη δυνατότητα του ποιητικού υποκειμένου να αντιπαραθέτει τη μοναδικότητα του δικού του ποιείν στη σύγχυση της αντικειμενικότητας.  

·      Μέσα από την ήττα εκπηγάζει το κύμα αναμέτρησης με την ήττα. Ο ποιητής μέσα στη συγκάλυψη ευαγγελίζεται την αποκάλυψη: δεν  εσωτερικεύει την ήττα, δεν υποχωρεί άτακτα, αλλά επιλέγει να διασώσει ό,τι μπορεί να διασώσει. Είναι και αυτό ένας τρόπος αντί-στασης στην «ασφαλή πρόγνωση» ότι θα πέσει η πόλη. Η πτώση της πόλης είναι αναπόφευκτη, γιατί η συλ-λογική συνείδηση δεν είναι πλέον «ανδρειωμένη», αλλά άκρως κατακερματισμένη, διαμελισμένη, αποσαρθρωμένη, ηττημένη· μόνο το ποιείν του ποιητή, ως ποιητικώς λέγειν, έχει τη δύναμη να ενθαρρύνει τους συντρόφους, να μην καταρρεύσουν, να μη διασκορπιστούν μέσα στην ανωνυμία της συμβατικής καθημερινότητας, αλλά να είναι παρόντες και να στρέφονται, να έρχονται προς τον ποιητή.

·       Η έλευση προς τον ποιητή είναι έλευση προς τη μοναδική και μοναχική του αντίσταση. Ο ίδιος περισυλλέγει, προσλαμβάνει τον εαυτό του και περιμένει. Περισυλλέγει τα οράματα, τις διαψεύσεις τους και τις συνέπειες αυτών των διαψεύσεων (=εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά …)·  προσλαμβάνει για τον εαυτό του μέσα από μνήμες και βιώματα την αναμονή της δικαίωσης· γι’ αυτό περιμένει: παραμένει όρθιος και διαφυλάσσει ό,τι έχει προσλάβει, δεν το διαφυλάσσει όμως ως ένα μουσείο εκθεμάτων, αλλά ως τη λανθάνουσα φωτεινότητα του σκοταδιού. Έτσι απαλύνει την αίσθηση της ήττας, ξεπερνά την εξ αυτής ερήμωση μέσα σε έναν καταλαγιασμένο πόνο και ποιητικά ξαναβρίσκει τον παλμό για μια νέα μαχητική πορεία προς τη ζωή, για τον πεισματικό πόλεμο του παρόντος.




  

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Σεφέρης: Πελεκούν και καίνε τον τόπο σαν το πεύκο


                                      Γεώργιος  Σεφέρης
1900–1971


Όταν μια χώρα στενάζει από έλλειμμα πολιτικής και με ταχύτητα φωτός οδηγείται από τους «δημοκράτες» στον όλεθρο· όταν ορισμένως ουκ ολίγοι διανοούμενοι, και μάλιστα υπό τον αστερισμό της φιλοσοφίας, δίνουν γη και ύδωρ και αναλαμβάνουν το ρόλο του απολογητή της «αθώας» εξουσίας· όταν τα πάντα πλακώνει η σκλαβιά και τα σκιάζει η φοβέρα, τότε για να ατενίσει κανείς με λιγότερες ψευδαισθήσεις το παρόν και το μέλλον χρειάζεται μάλλον να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, καταπώς λέει και ο Χάιντεγκερ. Αυτή η οπισθοβασία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι απόσυρση, λόγω απόγνωσης, από το παρόν, αλλά μια αστείρευτη στοχαστική και ποιητική πηγή λόγου, που διαμεσολαβεί εποπτικά και προφητικά το παρόν Μας. Από τούτη την πηγή προέρχεται το ποίημα του Σεφέρη: Ο Τελευταίος Σταθμός που έχει πολλά να μας πει. Για τον ποιητή ο τίτλος υπαινίσσεται τον τελευταίο του σταθμό πριν την επιστροφή· για τον Νέο Ελληνισμό του παρόντος τι μπορεί να υποτυπώνει; Μήπως τον τελευταίο σταθμό πριν τη μετατροπή της ελλαδικής γης σε «τόπο βοσκής για τις γκαμούζες»; (Σεφέρης)


Ο Τελευταίος Σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη
·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας
 κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας
 σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
          ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι
·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
          Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.


Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
          τη Συρία
·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
         Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι.
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
          ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.


Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις,  φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
          τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και νά ΄θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
          νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν
·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
·
 στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.


Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

            Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

                            § 1
Βασικά γνωρίσματα της σεφερικής ποίησης
                                                  
  • Ο Σεφέρης ανήκει στη γενιά του ’30 και ευθύς με την πρώτη του ποιητική συλλογή επιχειρεί ένα νέο προσανατολισμό στη νεοελληνική ποίηση.
  • Ο νέος αυτός προσανατολισμός σχετίζεται με τον λεγόμενο ποιητικό μοντερνισμό.
  • Κύριο γνώρισμα αυτού του μοντερνισμού είναι ο χαρακτήρας της ποιητικής γραφής.
  • Τα ποιήματα δηλαδή δεν γράφονται πλέον στον παραδοσιακό έμμετρο στίχο, αλλά σε ελεύθερο.
  • Συνακόλουθο αυτής της γραφής είναι να μην υπάρχει στο ποίημα μέτροομοιοκαταληξίαισοσυλλαβία στίχων,  ισόστιχες στροφές.
  • Ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη όχι σπάνια εκφέρεται με αποφθεγματικές αποστροφές, δίνοντας έτσι καθολικότερη ισχύ σε γνώμες που διαφορετικά θα μπορούσαν να μείνουν αναξιοποίητες.
  • Επίσης παρατηρείται στα ποιήματά του μια αίσθηση πολυφωνίας, ώστε να εμπλουτίζεται η ποιητική αφήγηση, αλλά και να έχει συγκεκριμένη  απεύθυνση. 
  • Η πολυφωνία συνήθως εκδηλώνεται ή με ορισμένα πρόσωπα που έχουν θέση σε συγκεκριμένα ποιητικά επεισόδια ή με στίχους και φράσεις από άλλους δημιουργούς.
  • Πρόκειται κατ’ ουσία για λεκτικά ή φραστικά θραύσματα, τα οποία δεν λειτουργούν μεμονωμένα μέσα στο ποιητικό κείμενο, αλλά ενσωματώνονται στη νοηματική ροή του και διανοίγουν τον ορίζοντά του σε δοκιμασμένες ποιητικές ή διανοηματικές εμπειρίες άλλων δημιουργών.   
                                                                       
                                                            § 2
 Ερμηνευτική  Προσέγγιση



          Ι. Εισαγωγικά:

  • Ο Τελευταίος σταθμός κλείνει, σε θεματικό και βιογραφικό επίπεδο, το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
  • Το συγκεκριμένο ποίημα αθροίζει συνολικά την εμπειρία του πολέμου αλλά και τις αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο.
  • Χαρακτηρίστηκε ως το πιο σεφερικό ποίημα του ποιητή (Τίμος Μαλάνος).
  • Θεωρείται ως ένα από τα ανοιχτά ποιήματα της πιο πάνω συλλογής, γιατί  εμφανίζει σαφή και καθαρά νοήματα, ενώ δεν απουσιάζει και ο εξομολογητικός τόνος του ποιητή για τις προσωπικές του εμπειρίες σε όλα τα χρόνια του πολέμου που ζούσε σε αναγκαστική εξορία.
  • Βέβαια χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο ποιητής δε βίωσε τη φοβερή εμπειρία του πολέμου και των συνεπειών του με τόσο οδυνηρά, όπως το ανώνυμο πλήθος.
  • Οι δικές του δραματικές εμπειρίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής: βίαιος εκπατρισμός,  πικρή γεύση του ξενιτεμού, η πολεμική ατμόσφαιρα και το γενικό πολεμικό κλίμα εκεί που βρισκόταν με την εξόριστη κυβέρνηση, η θλίψη του για τα δεινά που περνούσαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τις μικροπρέπειες και τις μηχανορραφίες των πολιτικών στο εξωτερικό. Επίσης η αίσθηση του γενικού παραλογισμού και της σύγχυσης που προκάλεσε ο φρικαλέος πόλεμος.
  • Ο Σεφέρης δεν έζησε το δράμα της Ελλάδας και των ανθρώπων της από κοντά.
  • Δεν απέκτησε άμεση εμπειρία της πείνας, της στέρησης, του θρήνου των μανάδων που έχαναν τα παιδιά τους, της δυστυχίας, των εικόνων γύρω από εκτελέσεις, κρεμάλες, δολοφονίες κ.λπ.
  • Παρ’ όλα αυτά στον Τελευταίο Σταθμό παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε εκείνες τις στιγμές που λόγω του πολέμου κυριαρχεί απόλυτη ταραχή και αβεβαιότητα.
  • Την παρουσιάζει μάλιστα υπό τη μορφή μιας άμεσα βιωμένης τραγικότητας και δραματικότητας. 
  • Το ποίημα δεν παρουσιάζει ένα μόνο θέμα από πολλές απόψεις, αλλά πολλά θέματα υπό έναν ενιαίο ειρμό, υπό μια αδιαίρετη νοηματική συνοχή, υπό ένα κεντρικό άξονα.
  • Αυτός ο κεντρικός άξονας είναι ο πόλεμος.
  • Σύνολο στίχων: 96. Διακρίνονται για μεγάλο ποιητικό ανάπτυγμα: περιέχουν πολλές λέξεις.
  • Το  ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ομιλεί με διαφορετικά γραμματικά πρόσωπα.
  • Τα πιο συχνά είναι: το πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό.
  • Άλλοτε ομιλεί το ατομικό Εγώ και άλλοτε το συλλογικό εμείς ή με άλλα λόγια: άλλοτε το ατομικό υποκείμενο και άλλοτε το συλλογικό υποκείμενο.
  • Ορισμένες φορές απαντά το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τότε το υποκείμενο απευθύνεται σε έναν υποθετικό ακροατή ή αποδέκτη της ποιητικής του σκέψης και του ποιητικού του λόγου ή θέλει να απευθυνθεί στον εαυτό του: (εσωτερικός) διάλογος με τον εαυτό του (π.χ. στ. 4-6 ή στ. 64).
  • Επίσης παρατηρείται και χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, όταν ο ποιητικός λόγος εκφέρεται αποφθεγματικά και με πνεύμα καθολικής ισχύος.
  •  Στο ποίημα ακούγονται και ορισμένες άλλες φωνές εν είδει φράσεων ή στίχων που ανήκουν σε άλλους δημιουργούς.
  • Στ. 6 και 44: φωνή-έκφραση του Μακρυγιάννη.
  • Στ. 23: Βιργίλιος.
  • Στ. 87-88: Αισχύλος Αγαμέμνων (στ. 179-180).
  • Υπάρχουν βέβαια και άλλοι στίχοι, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στον Όμηρο ή στον Εκκλησιαστή ή στον Καβάφη.
  • Άλλο χαρακτηριστικό του ποιήματος: αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο στίχο, την ίδια στιγμή που ο κορμός του κύριου ποιήματος παρουσιάζει κλιμακούμενες δραματικές εντάσεις.   
  • Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πειθαρχημένη, ακριβής, βιωματική.
  • Ο λόγος του είναι πυκνός: με ένα στίχο εκφράζει πολλά νοήματα, εμπειρίες ή καταστάσεις.
  • Το ποίημα σκηνοθετείται με ή πάνω σε εικόνες, στις οποίες δεσπόζει ο συμβολισμός και η ομηρική παρομοίωση.
  • Το ύφος του είναι εξομολογητικό, στοχαστικό και διδακτικό.
     
           ΙΙ. Ερμηνεία:


  • Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί το μοτίβο του φεγγαριού και η εικόνα της επικείμενης επιστροφής.
  • Ο ποιητής εμφανίζεται να περνάει ώρες μοναξιάς και να γίνεται εξομολογητικός σε μια υποτιθέμενη συνομιλία με κάποιον φίλο, στην ουσία με τον εαυτό του.
  • Η δική του οδυνηρή περιπέτεια μοιάζει να φτάνει στο τέλος της και του δημιουργεί την ανάγκη για έναν απολογισμό σχετικά με εμπειρίες και εκτιμήσεις του.
  • Το θέμα που τον απασχολεί είναι ο αναμενόμενος νόστος.
  •  Η νύχτα στο ιταλικό λιμάνι, όπου ο ποιητής προσμένει την ώρα της επιστροφής, είναι φεγγαρόλουστη.
  •  Ανάμειχτα συναισθήματα εν όψει των νέων συμφορών που ίσως διαβλέπει να ενσκήπτουν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ήδη τις μηχανορραφίες πολλών πολιτικών.
  • Φεγγάρι και αλφαβητάριο ποιητής προσλαμβάνει ή βιώνει αντιθετικά μέσα του αυτές τις δύο έννοιες.
  • Η πρώτη τον γαληνεύει, τον ηρεμεί, τον φέρνει πιο κοντά στην ευαισθησία και στη γλυκύτητα της φύσης, του ανακαλεί ωραίες εικόνες αισθητικής ικανοποίησης και ψυχικής ευφορίας.
  •  Και αυτά συγκριτικά με τις τρικυμίες που επιφέρουν και θα συνεχίσουν να επιφέρουν οι πολιτικοί και οι περί αυτούς με τον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλειά τους.
  • Η δεύτερη υποδηλώνει ότι ο ποιητής διαβάζει τα άστρα, δηλαδή κάνει έναν απολογισμό των πρόσφατων εμπειριών, αποκρυπτογραφεί τα συμβάντα και τα συμβαίνοντα και οδηγείται σε άλλα νοήματα και ελπίδες.
  • Αυτά τα νοήματα δεν αφήνουν περιθώρια για αναπόληση και ρέμβη.
  •  Έτσι το φεγγάρι δείχνεται για τον ποιητή να του κρύβει την πραγματική όψη των πραγμάτων, να του θολώνει τον ορίζοντα της υπάρχουσας πραγματικότητας.
  • Άραγε να λειτουργεί με δόλο για τον ποιητή, να τον εξαπατά; Αυτό μάλλον αισθάνεται ο ίδιος σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, γι’ αυτό και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του αρέσουν.
  • Ο Σεφέρης δεν αναθεματίζει τις φεγγαρόλουστες νύχτες, αλλά αντίθετα τις θεωρεί ως τις κατ’ εξοχήν  αισθηματολογικές στιγμές.
  • Τέτοιες όμως στιγμές σε αυτές τις αβέβαιες χρονικές περιόδους μπορεί να λειτουργούν απατηλά, όπως εκείνοι οι πολιτικοί που κατεβαίνουν στην Ελλάδα ως σωτήρες, ως φωτοδότες, αλλά πίσω από το φωταδιστικό τους βλέμμα κρύβεται ο σκοταδιστικός τους ρόλος.
  • Χρησιμοποιούν δόλο για να εξαπατήσουν και να καρπωθούν τον αγώνα που έκαναν οι πολλοί.   
  • Γι’ αυτό τώρα αγαπά τον έναστρο ουρανό.
  • Στ. 6: όσο είναι άνεργος, στοχάζεται αναμένοντας. Τι στοχάζεται; Αφήνει τον νου του ελεύθερο εν αγωνία να προβαίνει σε απολογισμούς και υπολογισμούς.
  • Η λέξη μέρας (στ. 3) παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο στην ονομαστική της τιμή.
  • Το ίδιο και η λέξη φεγγάριαυποδηλώνει περιόδους ζωής που ξαναζωντανεύουν μέσα του και χαρακτηρίζονται είτε από κατάνυξη και ρεμβασμό (στ. 8) είτε από χαλασμούς και εγκατάλειψη (στ. 10-11).
  • Στ. 12-14: γίνεται μετάβαση από παλαιές νοσταλγίες της άμεσης ή προσωπικής ζωής στην παρούσα νοσταλγία της Ελλάδας.
  • Η επιστροφή για πολλούς ανθρώπους αποτελεί εξόφληση χρέους με τη θετική ή την αρνητική σημασία, ανάλογα με την ποιότητα και την αρετή του ανθρώπου.
  • Για τον ποιητή π.χ. η επιστροφή είναι η εξόφληση του χρέους που οφείλει ο ίδιος στην πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια αναγκαστικής εξορίας.
  • Στ. 15-17: Για άλλους, σαν τους πολιτικούς που ετοιμάζονται να επιστρέψουν, η επιστροφή λογίζεται ως είδος συναλλαγής προς ίδιον όφελος.
  • Αισθάνονται πως η Ελλάδα τους οφείλει και όχι αυτοί στην Ελλάδα.
  • Τις ταπεινώσεις, την αδράνειά τους, ίσως και τους ποικίλους ευτελισμούς που υπέστησαν στην ξένη χώρα προτίθενται τώρα να τις αναπληρώσουν ή να τις ανταλλάξουν με κάθε είδους –θεμιτή ή αθέμιτη– ανταμοιβή.
  • Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αμοραλιστικής συμπεριφοράς από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν άλλη αρχή έξω από εκείνη της αρχομανίας.
  • Στ. 18-22: επανέρχεται στον ποιητικό ρεμβασμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, περιγράφοντας το τοπίο, έστω και ελλειπτικά.
  • Στ. 23: μας γνωρίζει με μια εικόνα, όπου είναι εμφανής κάποια μελαγχολική διάθεση:
  • Παρεμβάλλεται  η σιωπήη οποία ως προς την πρώτη ενότητα υποδηλώνει  περισυλλογή, αναστοχασμό και ως προς την δεύτερη που ακολουθεί πιο συγκεκριμένα, ορατά βήματα ποιητικής πρόσληψης περιεχομένων.
  • Στην δεύτερη ενότητα ο ποιητικός λόγος γίνεται ουσιαστικά διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του.
  • Αυτός ο διάλογος παρουσιάζεται να γίνεται με έναν υποθετικό φίλο που ήρθε κρυφά από την Ελλάδα.
  • Στ. 24-25: ο ποιητής δικαιολογείται για την μακρά εισαγωγή που προηγήθηκε. Θεωρεί πως ήταν ένας ειρμός της σκέψης που χρειαζόταν να συμβεί, προκειμένου να μιλήσει για πράγματα που τα χαρακτηρίζει δύσκολα.
  • Στ. 25-30: Γιατί δύσκολα; Επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κανένας έμπιστος, μέσα στη γενική φθορά και διαφθορά των δημόσιων προσώπων που υποτίθεται αποτελούσαν την εξόριστη κυβέρνηση, να του εκμυστηρευθεί όσα είδε και έζησε.
  •  Γι’ αυτό βιάζεται να εξωτερικεύσει όλα του τα βιώματα σε ένα φίλο που έρχεται από την Ελλάδα, πριν τον αλλάξει η ξενιτιά, προτού δηλαδή προλάβουν και τον εξαγοράσουν ή τον διαφθείρουν οι άνθρωποι της πολιτικής και των άνομων συναλλαγών.
  • Ο ποιητής δεν είχε καλή γνώμη ούτε για τα πολιτικά πρόσωπα που ζούσαν  στην ξενιτιά και έπαιρναν εντολές από τους ξένους για το τι και πώς πρέπει να πράξουν στα ζητήματα διακυβέρνησης της Ελλάδας ούτε για αυτούς που τους επισκέπτονταν από την Ελλάδα ως συνομιλητές τους.
  • Γι’ αυτό και ο υποτιθέμενος διάλογος στο βάθος είναι δραματικός μονόλογος.
  • Η δραματικότητα αυτή εκφράζεται και με τη βιασύνη του ποιητή να ταξινομήσει  τον όγκο των πληροφοριών που τον βασανίζουν και με βάση αυτές να απαντήσει σε εύλογες ερωτήσεις, που δεν του έχουν τεθεί αλλά εγείρονται μέσα του κατά την εξέλιξη του δραματικού του μονόλογου και συνέχουν νοηματικά το όλο ποιητικό σώμα.
  • Έτσι αυτές οι ερωτήσεις λογίζονται λανθάνουσες ερωτήσεις ενός λανθάνοντος διαλόγου και έχουν αντικειμενική αξία.
  • Στ. 31-48:  στην υποτιθέμενη ερώτηση λοιπόν από πού έρχονται ο Σεφέρης απαντά, αναφέροντας όλα τα μέρη που επισκέφτηκε ή αναγκάστηκε να ζήσει μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση.
  • Όλοι αυτοί οι στίχοι απηχούν μια αίσθηση διασποράς, διασκορπισμού, ακόμη και ανεστιότητας με κοινό παρονομαστή το θέμα της ξενιτιάς.
  • Από την άλλη πλευρά οι εν λόγω στίχοι παραπέμπουν και σε μια γεωγραφική εξάπλωση του Ελληνισμού σε αντίστοιχες ιστορικές περιόδους.
  • Συγχρόνως, όπως αφήνει να διαφαίνεται στο στ. 33, ο ποιητής συγκλονίζεται σύγκορμα από το φόβο μήπως οι μικρότητες και οι μηχανορραφίες ξένων και ντόπιων παραγόντων οδηγήσουν την πατρίδα του σε πλήρη εξαφανισμό, όπως συνέβη με το ελληνικό κρατίδιο της Κομμαγηνής. 
  • Αλλά ποια είναι η αληθινή ταυτότητα των εξόριστων, αυτών δηλαδή που περιμένουν στο τυρρηνικό χωριό να γυρίσουν πίσω; Ποια είναι η συμπεριφορά τους;
  • Στ. 39-42: οι εξόριστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα εκεί στην ξενιτιά, άκαπνοι συγκριτικά με τους  αγωνιζόμενους στην Ελλάδα Έλληνες, είναι άνθρωποι φθαρμένοι ψυχικά από τον πόλεμο και διεφθαρμένοι από τις δικές τους δολοπλοκίες και πολιτικές βλέψεις.
  • Αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως είναι πώς θα καταλάβουν αξιώματα, αυτοπαγιδευόμενοι έτσι «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», χωρίς να εμπνέονται από άλλα, ανώτερα πολιτικά ιδεώδη.
  • Ο ίδιος ο ποιητής γράφει σχετικά με το περιβάλλον των αξιωματούχων στην Cava: « … διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ· είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κουμπάρσους» (Μέρες Δ΄).
  • Σε άλλο σημείο του κειμένου του Μέρες Δ΄, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους συντρόφους «πληγήσαν τις αράπικες μύγες».
  • Αυτοί οι σύντροφοι είναι πράγματι η ηθική πληγή που κακοφορμίζει:
  • Στ. 43-63: τους έχει μάθει από κοντά, ξέρει όλες τους τις συνήθειες, μπορεί να διαβάσει τη συμπεριφορά τους, δεν πέφτει έξω στους χαρακτηρισμούς του γι’ αυτούς.
  • Η ανθρώπινη αδυναμία και συναφώς η μικρότητα, η ποταπότητα, η ευτέλεια περιγράφονται με δωρική λιτότητα, με ζωηρές εικόνες, γεμάτες ένταση και χρώμα, με παραδειγματική παραστατικότητα.
  • Έτσι ο ποιητής μιλάει για ερωτικές επιθυμίες (στ. 48-49), για απληστία (53), έμμονη διάθεση ή τάση για το κακώς εννοούμενο συμφέρον, για κερδοσκοπία (50-51), για καθετί που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε πράγμα, σε αντικείμενο.   
  • Για τον στίχο 45 χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μ. Vitti (Φθορά και Λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σ. 161) για τον ποιητή: «τον κυνηγά η σκέψη για τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, που αύριο θα επιδιώξουν αδίστακτα να πιάσουν ένα πόστο στην εξουσία και θα σφετεριστούν το αίμα που άλλοι έχυσαν για την πατρίδα».
  • Γενικότερα ο άνθρωπος παρουσιάζει μια ευμετάβλητη συμπεριφορά, ανάλογα με τις περιστάσεις και με τους πειρασμούς που τον καθιστούν ευάλωτο (στ. 46-47, 52-53).
  • Στους στ. 54-60 συναντούμε το μοτίβο της φθοράς κατά την σεφερική ποιητική –η εικόνα του θανάτου και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι– διατυπωμένο με λεπτή ειρωνεία.
  • Με δραματικό τόνο παρουσιάζεται η αγάπη για τη ζωή, ιδιοτελώς εκδηλωνόμενη από τους ανθρώπους: ο καθένας κοιτάζει πώς να σώσει τον εαυτό του.
  •  Εύστοχα ο ποιητής παριστά την εικόνα του πανικού που παρατηρείται συνήθως, όταν απουσιάζει η οργανωμένη δράση και αλληλεγγύη του συλλογικού μας Είναι.
  • Ο πανικός αυτός υποδηλώνεται πολύ ηχηρά με τα ρήματα: φωνάζουνε, μπερδεύονται, ρητορεύουν:
  • Φωνάζουνε: μια κατηγορία ανθρώπων καταφεύγει σε μεταφυσικές λύσεις ή δυνάμεις (=για να ξορκίσουν).
  • Μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους: μια άλλη κατηγορία ανθρώπων κλείνεται στον κόσμο του υλικού του πλούτου, ελπίζοντας να βρει ασφάλεια και σιγουριά. Ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
  • Ρητορεύουν: μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων αναλώνεται σε ρητορικές–ιδεοληπτικές εξηγήσεις και επεξηγήσεις, σε κενολογίες τις οποίες προβάλλει ως περισσή αλήθεια, έχοντας ανύποπτη αυτοπεποίθηση για την ικανότητα και το ταλέντο της.
  • Τι νόημα όμως έχουν όλα τούτα, όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον χαμό των ανθρώπων (στ. 60);
  • Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας (στ. 61-63), ο ποιητής οδηγείται σε ένα καθολικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει ως μια φυσική κατάληξη της έσχατης κατάπτωσης του ανθρώπου που μας περιέγραψε στους προηγούμενους στίχους.
  • Με ερωτηματική μορφή ή με τρόπους διερώτησης εν τέλει αποφαίνεται: μήπως ο άνθρωπος δεν έχει ανυψωθεί ποτέ πάνω από το επίπεδο του φυτικού και ζωικού όντος, αλλά η μόνη του δραστηριότητα είναι η απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους;
  • Σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς της ολικής κατάπτωσης της ανθρώπινης ουσίας, της έκπτωσης των ανθρώπινων αξιών, οι ρητορείες και τα λόγια είναι όχι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, γιατί οι καιροί άλλα επιτάσσουν.
  • Τις επιταγές των καιρών ο ποιητής τις συνοψίζει στο καίριο νόημα του στ. 63:
  • Οι καιροί επιβάλλουν, ο καθένας να αρθεί πάνω από ιδιοτελείς βλέψεις, από κοντόθωρες πολιτικές και άλλες φιλοδοξίες, από αναξιοπρεπείς συμπεριφορές, προκειμένου να πράξει τα δέοντα.
  • Τότε η ιστορία και η ουσία της ανθρώπινης ζωής δεν θα περιορίζεται μόνο στις δύο στιγμές της γέννησης και του θανάτου.
  • Στ. 64-88: στην παρούσα ενότητα ο ποιητής σκηνοθετεί με τον στ. 64 μια ποιητική συνομιλία με τον φίλο, για να μιλήσει για τους άλλους ανθρώπους:
  • τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και όλους εκείνους που μέσα στη δίνη του πολέμου οι συνθήκες και οι δημόσιες αμαρτίες των επιτήδειων τους μεταποίησαν σε εμπορεύσιμο είδος, σε αντικείμενο αγοροπωλησίας.
  • Αυτούς τους άλλους ο Σεφέρης τους τοποθετεί απέναντι στους ανθρώπους της κερδοσκοπίας, της πολιτικής ματαιοδοξίας, της δολοπλοκίας, της φιληδονίας που μας παρουσίασε στην προηγούμενη ενότητα.
  • Περαιτέρω δεν μπορεί να ξεχάσει το αποτρόπαιο θέαμα της κατεστραμμένης πατρίδας:
  • ξένα συμφέροντα και ντόπιοι υποτελείς τους συνεχίζουν να την πελεκούν και να την καίνε σαν το πεύκο.
  • Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει χώρο για μια πιο αισιόδοξη προοπτική: επιτείνει τον πόνο του ποιητή και δι’ αυτού του κάθε υποψιασμένου και ακέραιου ανθρώπου.
  •   Χρονικά βέβαια δεν άργησαν να επαληθευτούν στην πράξη τα παραπάνω λόγια του ποιητή: δυο μήνες μετά τη σύνθεση του ποιήματος η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε ξανά με τα Δεκεμβριανά και αργότερα με τον Εμφύλιο.
  • Πώς μπορεί λοιπόν ο ποιητικός νους να ξεχάσει τους σκοτωμένους φίλους (στ. 82) και όλες τις άλλες φρικιαστικές εικόνες;
  • Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο ποιητής προτιμά να την απεικονίζει με παραβολές (στ. 83), γενικότερα με ποιητικά σχήματα.
  • Τώρα (στ. 83-88) ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο εύηχος, πιο γενικευμένος και περισσότερο στοχαστικός.
  •  Η φρίκη όμως σε κάθε περίπτωση παραμένει ζωντανή και προχωράει:
  • εκφεύγει των ορίων του καθημερινού λόγου και των δυνατοτήτων μιας καλοπροαίρετης συνομιλίας.
  • προχωρεί ασταμάτητααπλώνεται ολοένα και σε περισσότερα επίπεδα ζωής· νέα έργα και ημέρες της φρίκης βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
  • Το αποκορύφωμα αυτής της ερημωμένης κατάστασης είναι ο καημός της συμφοράς (στ. 87-88).
  • Αυτός ο καημός φαρμακώνει την ψυχή του ποιητή, όχι ως ενός απομονωμένου Εγώ αλλά ως του συμπαντικού Εμείς.
  • Στην τελευταία ενότητα (στ. 89-95) το ποιητικό θέμα δικαιούται και δύναται να αναφέρεται σε ήρωες:
  • Οι ήρωες έρχονται να ολοκληρώσουν το σκηνικό μιας προηγούμενης ποιητικής ανάδειξης από τη μια πλευρά των ιδιοτελών ανθρώπων και από την άλλη πλευρά των αδύνατων, των ακούσιων θυμάτων του πολέμου και της φθαρμένης ή διεφθαρμένης δημόσιας ζωής. 
  • Η ιστορία του Μιχάλη έχει πραγματική βάση.
  • Αλλά και η παρουσία της ηρωικής εκδοχής δεν μεταβάλλει ουσιαστικά τη γενική κατάσταση.
  • Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά: δρουν ανώνυμα, ανυστερόβουλα και όχι για να κερδίσουν μια θέση στα έδρανα της δημοσιότητας.
  • Παράλληλα οι ηρωικές πράξεις και στάσεις είναι ξεχωριστές περιπτώσεις και δεν αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και αδυνατούν συνήθως να ανατρέψουν ή να εξαλείψουν την κατάσταση της οδύνης, της φρίκης και του παραλογισμού.
  • Στον τελευταίο στίχο, ο οποίος είναι επανάληψη του πρώτου στίχου σε χρόνο ενεστώτα: στ. 1: μ’ αρέσαν, στ. 96: μ’ αρέσουν,  ο ποιητής εκφράζει μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
  • Μετά από αυτά που έζησε, με νωπές τις μνήμες από τις φοβερές εμπειρίες του πολέμου και από τη φθορά του ανθρώπου μέσα στην πολεμική δίνη καταλήγει σε «άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες».
  • Ο Μ. Vitti (ό.π., σ. 168) δίνει την εξής εξήγηση: «ύστερα από όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δεν θα είναι καλύτερες από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της επιστροφής».