Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Ρομαντισμός: υπόσχεση ενός ελεύθερου Εγώ


Ρομαντισμός:
Η μη εκπληρωμένη ατομικότητα

§1

Ο ρομαντισμός είναι κυρίως δημιούργημα του 19ου αιώνα· του αιώνα, όπου έλαβαν χώρα οι πιο φοβερές αντιφάσεις και οι πιο μεγάλες ρήξεις. Αυτόν τον αιώνα γεννήθηκαν μεγάλα συστήματα σκέψης και συναφώς εκδηλώθηκαν εξίσου ιστορικές επαναστάσεις στο πεδίο της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας. Ο ρομαντισμός  δεν είναι απλώς ένα επαναστατικό κίνημα της λογοτεχνικής καλαισθησίας, αλλά ένα κατ’ εξοχήν πνευματικό κίνημα, ριζοσπαστικής κατεύθυνσης, ενάντια σε έναν ψυχρό και άτεγκτο ορθολογισμό που είναι πανταχού παρών σε πολλαπλές περιοχές της ανθρώπινης δραστηριότητας: στην περιοχή της πολιτικής, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας κ.λπ. Μέσα στην ιστορία των ιδεών συνιστά έτσι το κίνημα που αναπτύχθηκε ως αντί-δραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και το οποίο φιλοδοξεί να απελευθερώσει το Εγώ, το δίκαιο, την τέχνη και ό,τι σχετίζεται με την πνευματική, αλλά και την εμπράγματη ουσία του ανθρώπου από τις βαριές αλυσίδες του εν λόγω ορθολογισμού. Ένας παραστατικός εκφραστής του φιλοσοφικού ρομαντισμού στη Γερμανία είναι ο Φίχτε (1762-1814), που είχε σαφείς επιδράσεις στην όλη εξέλιξη των γερμανών ρομαντικών. Για τον Φίχτε, το σύμπαν της σκέψης περιστρέφεται γύρω από την ελευθερία του Εγώ και την πραγμάτωση του ατόμου μέσα στο Έθνος. Το Έθνος συνιστά την αληθινή εστία του Εγώ. Φιλοσοφικό ρομαντισμό άσκησαν επίσης ο Σέλλινγκ, αλλά και ο Χέγκελ στην πρώιμη φάση της σκέψης του.

§2

Απέναντι στην ακαμψία και την κλειστότητα του Διαφωτιστικού ορθολογισμού, ο ρομαντισμός προβάλλει την ενόραση, τη φαντασία και το όνειρο. Πίσω από τη θριαμβολογία αυτού του μονοσήμαντου ορθολογισμού διακρίνει την αποδυνάμωση της ατομικότητας, καθώς η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη χάνεται μέσα στην αδιάλλακτη και άσπλαχνη απαιτητικότητα μιας καθολικής νόησης, που φαίνεται να μη θέλει διόλου να                                                                                                                       ακούει πέραν του εαυτού της τίποτα και να μη γνωρίζει από πρόσωπα. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η καλλιέργεια και η προβολή της ευαισθησίας και της φαντασιακής δύναμης. Τι σημαίνει μια τέτοια προβολή πιο συγκεκριμένα; Σημαίνει επιστροφή σε εκείνα τα δομικά στοιχεία της ψυχοπνευματικής οντότητας του ανθρώπου που ενεργοποιούν ακατάπαυστα τη μελωδική απειρότητα της ψυχής του. Τέτοια στοιχεία είναι το συναίσθημα και η ενόραση. Αυτά εδώ επιτρέπουν στον άνθρωπο να εισχωρεί, με αστραπιαία λάμψη, στο εσωτερικό του βάθος, να οραματίζεται, να εκστασιάζεται και να εξερευνά την αλήθεια του Είναι εν γένει. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο ρομαντισμός ευνοεί μια ποιητική έως και μυστική σύλληψη του πραγματικού κόσμου, η οποία όχι σπάνια συνδυάζει λεπτή φιλοσοφική διαίσθηση και ποιητικό μυστήριο. Η μυστηριώδης πηγή της ποίησης, κατά τον Hölderlin (1770-1843), οδηγεί σε ένα ρομαντικό άπειρο, το οποίο δεν είναι ανοίκειο στη φιλοσοφία, στο μέτρο που και η τελευταία εκδηλώνεται ως συμ-πάθεια, ως συμ-πάσχειν και ως άμεση, εκστασιακή σύλληψη του απόλυτου.

§3

Ολόκληρο σχεδόν το ρομαντικό κίνημα, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη φιλοσοφία, πέρα από επί μέρους διαφοροποιήσεις συμφωνεί στην αποστασιοποίηση από τον έλλογο και τον συλλογιστικό τρόπο σκέψης· κατ’ αντίστοιχο τρόπο υπερασπίζεται, με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια, τη μοναδικότητα του ατόμου και την κατανοεί κυρίως ως καθίδρυση της διαφορετικότητας των Εγώ: το Εγώ προορίζεται να επιβεβαιώνεται ως εκφραστής διαφορών και ως αποκάλυψη της ξεχωριστής φωτεινότητας του εαυτού. Η υποκειμενικότητα τώρα εισβάλλει κυριολεκτικά μέσα στην ιστορία και υπόσχεται μια ριζική μεταστοιχείωση του κόσμου των ιδεών. Επειδή ωστόσο δεν παύει να είναι ρομαντική και όχι φιλοσοφική υποκειμενικότητα, εγγράφεται μέσα στη νεότερη ιστορία της σκέψης ως απαρηγόρητη υποκειμενικότητα: η ατομική της παρ-ουσία ομιλεί τη γλώσσα της προδομένης ατομικότητας, της μη-εκπληρωμένης με τίποτα και σε τίποτα. Η ανακάλυψη του εαυτού, κατά συνέπεια, δεν είναι μόνο η κατ’ αρχήν απελευθερωτική πράξη αυτού του ίδιου, αλλά και η αίσθηση ότι έχουν προδοθεί όλες οι ελπίδες του, ότι η ιστορία είναι η ίδια η τραγωδία της και για το ίδιο το άτομο η απουσία νοήματος. Ο ρομαντικός άνθρωπος έτσι αυτό-ανακαλύπτεται ως το φωταγωγημένο μέσα στο δικό του, άπλετο φως ξεχωριστό και όχι λιγότερο μοναχικό, απομονωμένο άτομο. Υπό την αίσθηση μιας τέτοιας μη-πραγμάτωσης του μοναδικού Εγώ  μέσα στο αισθητό, η ρομαντική ψυχή αναζητεί το άπειρο, το απόλυτο, μέσα στον χριστιανικό θεό, γενικώς μέσα στο υπερβατικό. Τώρα πια δεν υπάρχει απλώς η ιδέα του απείρου, η οποία φωτίζει και ενεργοποιεί τον ένδον κόσμο του ρομαντικού ατόμου, αλλά και κάτι, το μη-χειροπιαστό, που μετα-κινεί –οντολογικά– το ανθρώπινο ον μέσα σε αυτό τούτο το άπειρο. Βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε ένα κόσμο πλούσιο σε συλλήψεις –θεωρητικοπρακτικές– αλλά και ριγμένο μέσα σε αξεδιάλυτες αντιφάσεις. Γι’ αυτό, η νεοτερική υποκειμενικότητα, είτε ρομαντικής είτε φιλοσοφικής υφής, καλείται να αναζητήσει τα νοήματά της μέσα στη διαλεκτική ιστορικότητας και ατομικότητας. Το τιτάνιο αυτό έργο αναλαμβάνει η εγελιανή φιλοσοφία του Λόγου, που ευδοκιμεί μέσα στην ιστορία ως διαλεκτική υπέρβαση κάθε ανεκπλήρωτης και θρυμματισμένης ατομικότητας-υποκειμενικότητας: διαλεκτική υπέρβαση με το νόημα της μετα-νοηματοδότησης της εν λόγω υποκειμενικότητας μέσα στο ολόκληρο Είναι της.












Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

J.-J. Rousseau: εκείθεν της διαφθοράς και της κοινωνικής ανισότητας






Ζαν-Ζακ Ρουσσώ
1712–1778

Η ισοσθένεια ατόμου και κοινότητας

§1

Είναι γνωστό πως η απερίγραπτη διαφθορά της, κατά τα άλλα, «πολιτισμένης» κοινωνίας αποτελούσε ικανή αποκάλυψη, για τον Ρουσσώ, ώστε να στρέψει το ενδιαφέρον του στην  αναζήτηση μιας εγγενούς προς τη φύση του ανθρώπου αρμονικής ζωής: απλής, μοναδικής, μοναχικής και συγχρόνως άκρως κοινωνικής. Ως φαίνεται, ο φιλόσοφος κατάλαβε έγκαιρα πως το φαινόμενο της διαφθοράς δεν είναι ένα εφήμερο και παροδικό φαινόμενο της κοινωνικο-πολιτικής ζωής των λαών, αλλά, λιγότερο ή περισσότερο, σύμφυτο με τη λειτουργική φυσιογνωμία αυτής της ζωής. Εξάλλου, ως ένας από τους πιο ακαταμάχητους θεωρητικούς της Γαλλικής Επανάστασης, θέτει με οξύτητα όλα τα μεγάλα ζητήματα του καιρού του, που εξακολουθούν να απασχολούν και τη σύγχρονη εποχή στην αναλογική απόχρωση των δικών της αναγκών. Τα ερωτήματα του μεγάλου αυτού στοχαστή γύρω από την έμφυτη κοινωνικοποίηση του ανθρώπου, από την πρόοδο και τον πολιτισμό ως απόλυτες αξίες κ.α., τίθενται και πάλι στην ημερήσια διάταξη της σύγχρονης σκέψης. Αρκεί κανείς να μιλάει, έτσι γενικά, για κοινωνικοποίηση ανθρώπων και πραγμάτων, για ελεύθερη βούληση και δημιουργική πράξη, χωρίς τη συγκεκριμένη και γι’ αυτό ουσιαστική χάραξη κατεύθυνσης προς την ελεύθερη κοινότητα των άμεσα ελεύθερων ατόμων;

§2

Επιχειρώντας να σκεφτεί πάνω στη φυσική κατάσταση και το φυσικό δίκαιο,  ο Ρουσσώ διακρίνει μια αληθινή άβυσσο ανάμεσα στη φυσική κατάσταση και την πολιτική κοινωνία. Η πρώτη τίθεται πάντοτε ως αναγκαία προϋπόθεση, για να σκεφτούμε τη δεύτερη· γι’ αυτό, υποστηρίζει, εάν δεν γνωρίζουμε τίποτα το ακριβές για τη φύση της φυσικής κατάστασης του ανθρώπου, δηλαδή σχετικά με το «τι είναι έμφυτο και τι τεχνητό στην παρούσα φύση του ανθρώπου» (Λόγος για την ανισότητα …), οφείλουμε να σχηματίσουμε κάποιες συγκεκριμένες ιδέες επ’ αυτής, οι οποίες θα μας επιτρέπουν μια ορθή αποτίμηση της παρούσας κατάστασής μας ως ανθρώπων: θα καταδεικνύουν τα πραγματικά θεμέλια της πολιτικής κοινωνίας. Κατ’ αυτή τη συλλογιστική, ο Ρουσσώ αποδέχεται τη σημερινή πολιτική κοινωνία ως μια συμβατική συνθήκη συνύπαρξης και συλλογικής έκφρασης των ανθρώπων, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται, με κανένα τρόπο, στην αρχέγονα ελεύθερη φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Ταυτόχρονα επιδιώκει να κατανοεί τούτη τη φυσική κατάσταση όχι με βάση εντυπώσεις, ιδέες, παραστάσεις ή νοητικές αφαιρέσεις που μας παρέχει η σύγχρονη πολιτική κοινωνία· δηλαδή όχι ως μια άλλη όψη της αστικής κοινωνίας των πολιτών και των πολιτικών, αλλά   ως ένα είδος υποθετικής σύλληψης, με βάση την οποία δύναται να ανασυγκροτηθεί η αληθινή ιστορία του ανθρώπινου κόσμου.

§3

Η σημασία μιας τέτοιας σύλληψης έγκειται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι οδηγεί τη σύγχρονη σκέψη πέρα από κάθε δογματική απόφανση ότι τη σημερινή αστική κοινωνία μάς την έχει πέμψει ο θεός και ως τέτοια είναι αδιαπραγμάτευτη. Η σύλληψη αυτή κλονίζει συθέμελα την τεχνητή συλλογικότητα της αστικής κοινωνίας. Μια συλλογικότητα, που δίνει στους οικονομικά ισχυρούς την εξουσία πάνω στους ανίσχυρους και μεταποιεί τους τελευταίους σε υποζύγια. Η ως άνω υποθετική σύλληψη  σκιαγραφεί τον πρωτόγονο άνθρωπο ως αυτάρκη, ως μη εξαρτώμενο από τους συνανθρώπους του, ως απαλλαγμένο από τα φοβερά πάθη του –τεχνικού κυρίως– πολιτισμού. Το ζητούμενο εδώ δεν είναι η απεικόνιση της αυθεντικής φυσικής κατάστασης του ανθρώπου, αλλά η μέσω μιας τέτοιας αξιό-λογης απεικόνισης κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας των σημερινών ανθρώπων. Τι καταδεικνύει λοιπόν; Πως η εν λόγω ανισότητα ξεκίνησε με την καθίδρυση της κοινωνικής μας σχέσης στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας. Από τότε, παρατηρεί εμφατικά ο φιλόσοφος, που ο πρώτος περιέφραξε ένα χωράφι και είπε: «αυτό είναι δικό μου», υπογράφηκε η ιδρυτική πράξη της πολιτικής κοινωνίας. Οι συνέπειες έκτοτε μιας γενικευμένης ιδιοποίησης, στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής κοινωνίας, ήταν οι πόλεμοι, οι φόνοι, τα εγκλήματα και πάσης φύσεως αθλιότητες, που αντιβαίνουν στη φύση της φυσικής κατάστασης των ανθρώπων.

§4

Τι προτείνει εν τέλει ο Ρουσσώ; Η ως άνω υποθετική σύλληψη, ως υπόθεση φιλοσοφικής εργασίας, δεν καθήλωσε τη σκέψη του σε μια απλώς ρομαντική διαφυγή από το υπάρχον. Απεναντίας, του επέτρεψε να διαπιστώσει πως ο σημερινός άνθρωπος ταξιδεύει μαζί με τους συνανθρώπους του το χωρίς επιστροφή ταξίδι της προόδου και του πολιτισμού· γι’ αυτό, το μόνο ρεαλιστικό είναι μια νέα ομόφωνη σύμβαση, την οποία αποκάλεσε κοινωνικό συμβόλαιο. Τι επιζητεί με τη νέα τούτη σύλληψη του κοινωνικού συμβολαίου; Την ανάδειξη της μοναδικότητας του ατόμου μέσα από την ταυτόχρονη ανάδειξη μιας ελεύθερης κοινότητας των ανθρώπων. Στο κοινωνικό συμβόλαιο, για παράδειγμα, διαβάζουμε πως η μορφή συνένωσης των ανθρώπων πρέπει να είναι τέτοια, ώστε με όλη τη δύναμη της κοινότητας να προστατεύεται το πρόσωπο και τα αγαθά του, παράλληλα δε, μέσα στην ενότητα των ανθρώπων-προσώπων, το κάθε μέλος να υπακούει μόνο στον εαυτό του και να απολαμβάνει πλήρως την ατομική του ελευθερία, όπως και πριν. Το κοινωνικό συμβόλαιο, απ’ αυτή την άποψη, είναι αφενός η πράξη–συμβόλαιο συνένωσης των ανθρώπων σε κοινότητα και αφετέρου η πράξη-συμβόλαιο ελεύθερης ύπαρξης των ατόμων μέσα σε τούτη την κοινότητα· πρόκειται δηλαδή για συμβόλαιο ανάμεσα σε συμβαλλόμενα μέρη με ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, χωρίς ηγεμονεύσεις και χαρισματικές εξαιρέσεις.

§5

 Το μεγαλειώδες αυτού του συμβολαίου συνοψίζεται λοιπόν σε τούτο: η ελεύθερη κοινότητα αναδεικνύεται εν ταυτώ με τη συγκρότηση ελεύθερων ατόμων και πέραν κάθε ηγεμονικής βλέψης της μιας ή της άλλης πλευράς: το συλλογικό σώμα, γράφει ο Ρουσσώ, πρέπει να αποτελείται από τόσα μέλη όσες και οι ψήφοι της συνέλευσης. Αυτό που θέλει να αποτρέψει με τη σκέψη του είναι η πάσης φύσεως υποταγή της ατομικότητας στη μια ή την άλλη μορφή εξουσίας και κυριαρχίας, ακόμη κι αν αυτή η εξουσία ευαγγελίζεται το γενικό καλό. Στην πράξη κάθε μορφή κυριαρχίας αντιμετωπίζει το ενικό άτομο ως αριθμητική μονάδα και όχι ως πρόσωπο, με αποτέλεσμα να το ρίχνει εκάστοτε σε νέα δεσμά και να το μετατρέπει σε υπήκοο. Κάτι σαν αυτό που συμβαίνει σήμερα με τις ιδεολογικές αυταπάτες ή εξαπατήσεις της μαζικής δημοκρατίας ή της καθεστωτικής «αριστεράς»: όλες οι συνιστώσες βαπτίζουν τη δική τους αναρρίχηση στην εξουσία ως καθίδρυση μιας ελεύθερης κοινότητας των ανθρώπων, η οποία με τη σειρά της θα «υπερασπιστεί» τη μοναδικότητα και την ελευθερία του ατόμου. Στην ουσία, η συγκεκριμένη καθεστωτική λογική αυτής της «αριστεράς» είναι μια νέα εσχατολογία, με άμεση συνέπεια την κατασκευή νέων Φύρερ, που θα εμφανίζονται ως λυτρωτές της περιφρονημένης προσωπικότητας των ατόμων και θα μιλούν ριζοσπαστικά, αλλά  θα ενεργούν μόνο συντηρητικά έως σκοταδιστικά: θα περιθωριοποιούν τη μονάδα και θα διαφθείρουν την ομάδα.


 














Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Α. Κάλβος: η ελευθερία ως αγωνιστικός σκοπός






Ανδρέας Κάλβος
1792–1869

Το ποιητικό όραμα του κόσμου

§1
              Βασικά γνωρίσματα της ποίησης του Κάλβου

1. Η ποίηση του Κάλβου παρουσιάζει ένα όραμα του κόσμου, που τον καθιστά αληθινό ποιητή. Οι ιδέες που συνθέτουν αυτό το όραμα είναι η αρετή, η ανδρεία, η δόξα, η φιλοπατρία, η δικαιοσύνη, η ελευθερία. Αυτός ο άξονας των ιδεών φανερώνεται μέσα στις καλβικές ωδές ως παραστασιακή  σύλληψη ενός αυθεντικού τρόπου ύπαρξής μας ως ανθρώπων και ως έθνους. Αυθεντικός με το νόημα ότι θέτει το αίτημα της οντολογικής πλήρωσης: υποδεικνύει την οδό της  Αρετής ως τη μόνο οδό πραγμάτωσης του ανθρώπου και του έθνους. Η Αρετή, απ’ αυτή την άποψη,  συνιστά την ιδέα όλων των υπόλοιπων ιδεών και συλλήψεων, την προϋπόθεση για να υπάρξουν και να αποκτήσουν συγκεκριμένο νόημα όλες οι άλλες. Έτσι αναδείχνεται ως  η πιο αξιόπιστη ενσάρκωσή τους. Επομένως, η έννοια της Αρετής στον Κάλβο δεν έχει απλώς έναν ηθοπλαστικό χαρακτήρα, αλλά παραπέμπει σε έναν ανώτερο σκοπό, σε μια ανώτερη μορφή βίου, ήτοι στην οντολογική θεμελίωση της ύπαρξης ως αγωνιστικής πραγμάτωσης της ελευθερίας, στη γενναιόφρονα καθίδρυση και στερέωση της ζωής που εμπνέει και συγκροτεί το έσχατο Είναι μας. Εξάλλου, το ίδιο τούτο πρόταγμα της Αρετής αποτέλεσε και την ενεργό δύναμη της πολυκύμαντης ζωής του ποιητή. 

2. Πέρα από τις πιο πάνω καθοριστικές, κεντρικές ιδέες, οι καλβικές ωδές περιέχουν και πλήθος άλλων ιδεών, ήτοι νοητικών συλλήψεων, που συμπληρώνουν το όραμα του κόσμου. Όλες δε μαζί αυτές οι ιδέες ανυψώνουν το εν λόγω όραμα σε έναν κόσμο νοητό, δηλαδή σε έναν κόσμο που τον άδει μόνο η υψηλή ποίηση και ο οποίος είναι πραγματοποιήσιμος, όταν ο βίος μας διέπεται από την ως άνω Αρετή και τις αντίστοιχες ιδέες: όταν έχει κανείς Αρετή, περιφρονεί τη σκλαβιά, τον πόνο και τον θάνατο· μάχεται με οποιοδήποτε τίμημα για μια δίκαιη και ελεύθερη ζωή. Στη συνάφεια τούτη, ο Κάλβος κατανοεί την ποίηση ως τον τόπο της δημιουργικής και ελεύθερης σκέψης. Αυτή η ποιητική σκέψη είναι που ποιεί κόσμον, που μας διανοίγει δηλαδή σε έναν ανίκητο από τον φόβο και τη δουλοπρέπεια αγώνα ανάκτησης της  χαμένης μας ζωής. Αυτός ο αγώνας συμβαίνει μέσα σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο. Σε εκείνον τον χρόνο όπου το Έθνος είναι υποδουλωμένο και υποφέρει τα πάνδεινα.

3. Η γλώσσα του Κάλβου είναι άκρως προσωπική γλώσσα: περιέχει αρχαιοπρεπείς εκφράσεις και λέξεις με ανάλογη αρχαιοπρεπή σύνταξη. Όπου όμως το επιβάλλει η αναγκαιότητα ρυθμικού λόγου, ποιητικής αρμονίας, ο ποιητής χρησιμοποιεί και γλωσσικές μορφές του σήμερα. Σε κάθε περίπτωση η ποιητική του γλώσσα διακρίνεται για τον υψηλό της τόνο και την τολμηρή ιδιοτυπία της, κάτι που επιτρέπει να παρεισφρέει στις ωδές και αρκετή ρητορεία. Ο Ελύτης διείδε πίσω από την ευκινησία της καλβικής γλώσσας μια έξοχη λυρική τόλμη. Στο πλαίσιο της γενικότερης ποιητικής–λυρικής τόλμης του Κάλβου εντάσσεται η ικανότητά του να πλάθει ποιητικές εικόνες, οι οποίες αυτές καθεαυτές συνιστούν μια μεταστοιχείωση του εφήμερου σε αιώνιο. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε και σχολιάζουμε τις τρεις πρώτες στροφές από το ποίημα του Κάλβου: Εις Σάμον.
 
   §2
                                          ΕΙΣ  ΣΑΜΟΝ
α΄
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
  β΄
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ’ επνίγη
 θαλασσωμένος·
                 γ΄
Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος.-
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον.

§3
                                  Ερμηνεία-κατανόηση

·  α΄ στροφή: κυρίαρχη έννοια, που συνέχει όλο το νόημα της στροφής, είναι ο φόβος. Παρουσιάζεται ως ο προσωποποιημένος τρομερός δυνάστης (:χάλκεον χέρι), που παραλύει, εξανδραποδίζει τον άνθρωπο: του αφαιρεί κάθε διάθεση για μάχη και αγώνα, για δημιουργική και ελεύθερη ζωή, τον μετατρέπει σε ανδράποδο. Όποιος συμβιβάζεται με μια τέτοια σκλάβα ζωή, ο δειλός δηλαδή, είναι άξιος της δουλείας. Εδώ ο ποιητής ερμηνεύει οντολογικά τον άνθρωπο και τη συλλογική του έκφραση ως λαού: ο μεν δειλός, λιπόψυχος, φοβισμένος άνθρωπος είναι καταδικασμένος ως ύπαρξη να είναι σκλάβος. Η σκλαβιά, ο ζυγός δουλείας, δεν ανήκει στην ουσία ενός λαού ή ενός ανθρώπου. Εάν ο φόβος τον μετατρέπει σε υποζύγιο, τον απογυμνώνει από την ουσία του, υπεύθυνος δεν είναι ο φόβος, αλλά ο ίδιος ο λαός ή ο άνθρωπος. Στην αντίπερα όχθη υπάρχει ο δημιουργικός άνθρωπος, αυτός που σκέπτεται την ελευθερία και ως τέτοιος αγωνίζεται για την πραγμάτωση της Αρετής, έτσι όπως η τελευταία προσδιορίστηκε πιο πάνω. Ο προς την ελευθερία κινούμενος άνθρωπος είναι τολμηρός, γενναίος, αδούλωτος στο φρόνημα και στη ζωή.

·  β΄–γ΄ στροφές: εδώ ο ποιητής, με τη χρήση βροντόφωνης εικόνας (:ο πτερωθείς Ίκαρος), παριστά τους δυο τύπους θανάτου, που ιδιάζουν στους δυο προαναφερθέντες τρόπους ύπαρξης των ανθρώπων. Ο μεν δημιουργός, ελευθερόφρων και γι’ αυτό μαχόμενος για μια αυθεντικά ελεύθερη ύπαρξη άνθρωπος πεθαίνει ελεύθερος, γιατί έμαθε να ζει ελεύθερα. Ο δουλόφρων απεναντίας, που έχει ενδώσει στον τύραννο, που έχει εκχωρήσει στον τελευταίο σύμπασα την ύπαρξή του, γίνεται σφάγιον άτιμον στα χέρια του τυράννου: βρίσκει φρικτό, ατιμωτικό θάνατο, γιατί και η ζωή του ήταν ατιμωτική. Ο δοξασμένος θάνατος είναι πάντοτε δείγμα και σήμα των υπάρξεων και των λαών που ποθούν την ελευθερία, γιατί δεν ξεχωρίζουν τον βίο τους απ’ αυτήν. Στη συνάφεια τούτη, το αληθινό νόημα του μύθου του Ίκαρου είναι παρόν και διαπερνά τη ζωή μας αντικειμενικά, ανεξάρτητα από  το εάν το συνειδητοποιεί ή όχι η κάθε ανθρώπινη ατομικότητα ή η συλλογικότητα του λαού. Ο Ίκαρος συμβολίζει την ελευθερία, καιόμενη μέσα στην ίδια τη φλόγα της: δηλ. την ελευθερία που ταυτίζεται με τον πέραν του φόβου και γι’ αυτό αγωνιώδη και όχι λιγότερο επώδυνο αγώνα πραγμάτωσής της. Ο ατιμωτικός θάνατος είναι σήμα και μοιραία συνέπεια ενός μοιραία δουλόφρονος βίου και εξίσου ραγιάδικου, δουλοπρεπούς λαού.

·  Ένα γενικότερο συμπέρασμα:  ο ποιητής επιδιώκει να μας κάνει να ενστερνιστούμε ως στάση ζωής, αυτό που και ο ίδιος επιχείρησε να πραγματώσει· την ελευθερία ως το υπέρτατο αγαθό της ζωής: η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά κατακτάται με σκληρό αγώνα. Το πνεύμα και η πράξη του ελευθέρως υπάρχειν δεν μας το παραχωρεί κανένας τύραννος, κανένας «σωτήρας», κανένας απεσταλμένος ή χαρισματικός δυνάστης. Απεναντίας αναδύεται, όταν οι άνθρωποι, και στην περίπτωση εδώ οι σκλαβωμένοι Έλληνες, είναι αποφασισμένοι να συντρίψουν την τυραννία· γενικότερα δε, όταν κηρύσσουν τον πόλεμο στην εγκόσμια κυριαρχία των πάσης φύσεως τυράννων και της υπεροψίας τους.



Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Π. Κονδύλης: Η πολιτική των ψευδαισθήσεων




Παναγιώτης Κονδύλης
1943–1998

Το ολέθριο έργο των πολιτικών μετριοτήτων


§1
Στο βιβλίο του: θεωρία του πολέμου, πιο ειδικά στο επίμετρο στην ελληνική έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου, ο Π. Κονδύλης ασχολείται  με τις παραμέτρους –γεωπολιτικές και στρατηγικές– ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Μπορεί ένας τέτοιος πόλεμος να μην έγινε ως τώρα, αλλά η όλη ανάλυση καταδεικνύει την ανυπαρξία στοιχειώδους στρατηγικής απέναντι σε πιθανότητες ενός τέτοιου πολέμου σε ευθεία ανταπόκριση με μια αδιανόητη για κοινό νου πολιτική ανικανότητα των εκάστοτε ιθυνόντων αυτού του τόπου. Είναι ακριβώς αυτή η πολιτική παραλυσία που συνεπάγεται, σε όλα τα πεδία πολέμου και πολιτικής, «έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων» (σ. 382) και ως εκ τούτου επιχειρεί να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη με «την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα» (ό.π.), δηλαδή σε φιλήδονες χίμαιρες και σε κενές περιεχομένου ιδεολογικές αντιπαλότητες, που δεν έχουν καμιά σχέση με μια εύρωστη αντιπαράθεση ιδεών και με τις αναγκαίες εκάστοτε αναπτύξεις ενός υγιούς πολιτικού ρεαλισμού. Μια τέτοια προσκόλληση της θεσμισμένης πολιτικής στον άμεσο ωφελιμισμό ισοδυναμεί με όλεθρο για την προοπτική ενός ολόκληρου έθνους, επειδή η εν λόγω προσκόλληση μετατρέπει τον λαό σε πελατειακή μάζα των κυβερνώντων και υλοποιεί στην πράξη μια «κοντόθωρη ευδαιμονιστική επιδίωξη» (σ. 383), έναν αχαλίνωτο πολιτικό ωφελιμισμό, που αποσυνθέτει και ήδη έχει αποσυνθέσει την ιστορική υπόσταση του ελληνικού κράτους-έθνους.

   §2
Έν έτει 1997, ο Π. Κονδύλης μιλούσε προ-φητικά για την επερχόμενη κατάρρευση του πολιτικού συστήματος εν συνόλω και με στοχαστική νηφαλιότητα διαπίστωνε πως η πολιτική ηγεσία του τόπου, στη διαχρονική της συνέχεια, έχει σαθρά θεμέλια και συναφώς έχει ανυψώσει σε προστάτη της άγιο «το πελατειακό σύστημα» (σ. 383). Έτσι οικοδομήθηκε ένα κοντόθωρο και άκρως οπορτουνιστικό κράτος που συνέδεσε την οντολογικο-ιστορική του υπόσταση με καταστροφές του ελληνισμού που δεν επιδέχονται αναπλήρωση ή αντιστάθμιση (σ. 384). Η μόνη αντιστάθμιση, την οποία ασμένως προτάσσει το πελατειακό κράτος, ιδιαίτερα όταν με τις πολιτικές του αθλιότητες αποδεικνύει έμπρακτα την ανικανότητά του «να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος» (σ. 385), είναι οι αφελείς ηθικολογίες περί πατρίδας και οι λεκτικές αυταρέσκειες περί έθνους και εθνικών στόχων. Στην ουσία πρόκειται για μια διαλυτική μετεξέλιξη των συνειδησιακών αρμών του λαού, για πλήρη αποδυνάμωση της ιστορικής του ύπαρξης ως κοινότητας ισότιμων και ανεξάρτητων ανθρώπων. Αυτή η αποδυνάμωση δεν είναι έργο κάποιων δικτατορικών καθεστώτων, χωρίς κι αυτά να είναι αθώα, αλλά κυρίως κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων (σ. 385), που το πολιτικό τους προσωπικό έχει αναγάγει σε ύψιστο «εθνικό» σκοπό τη δική του ευμάρεια και τον αποσυντονισμό της κοινωνίας με τη μορφή: «διαίρει και βασίλευε». Έτσι, το μόνο «παραγωγικό» έργο αυτού του προσωπικού είναι η βέβηλη υπονόμευση της αυθεντικής πολιτικής πράξης και κάθε αληθινής πολιτικής ή κοινωνικής ιδέας.

§3
Γράφει αποκαλυπτικά ο Π. Κονδύλης:

«Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν  τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους […]. Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική βάση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας … και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σε ό,τι παράγεται και σε ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου» (σ. 411). 



Σχολιάζοντας, εν ολίγοις, το εν λόγω κείμενο διαπιστώνει κανείς ότι η αναπαράσταση της ευρείας μάζας του λαού κατ’ εικόνα και ομοίωση μιας μαζικά δομημένης πολιτικής εξουσίας ανάγει τη ρίζα της στο αγελαίο ένστικτο της ίδιας της εξουσίας: να θέλει να  διαιωνίζεται και να αυτοπροβάλλεται ως ο μοναδικός, αναντικατάστατος υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος. Για να υπερνικηθεί μια τέτοια απάτη και αυταπάτη της πολιτικής εξουσίας αλλά και περί της πολιτικής εξουσίας, για να κατανικηθεί εν τέλει το κίβδηλο Πολιτικό, υπάρχει μόνο μια δυνατότητα: να επέλθει  σεισμική ρήξη  στην ίδια την οντολογική σύζευξη λαού και πολιτικής του «εκπροσώπησης». Δεν υπάρχει καλή και κακή πολιτική «εκπροσώπηση» παρά μόνο λιγότερο ή περισσότερο απατηλή. Επομένως, η αλήθεια του Πολιτικού βρίσκεται πέραν κάθε τέτοιας «εκπροσώπησης». Γι' αυτό και η υπονόμευση της πιο πάνω αναπαράστασης είναι αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει πραγματική πολιτική αυτοπροσωπία του λαού. 




Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

M. Heidegger: τι είναι λαός; (1)




                        
                          Μάρτιν Χάιντεγκερ
                                      1889–1976
                       
                       Beiträge zur Philosophie

Πού βρίσκεται η ουσία του λαού;

                                          §1
                                Στοιχεία κατανόησης

Ι. Η έννοια του «λαού» θεωρείται από τις πιο οικείες στη ζωή των ανθρώπων. Το ότι όμως είναι οικεία δεν σημαίνει αυτόματα ότι είναι και καλά εγνωσμένη. Γι’ αυτό, διανοητές από την αρχαία εποχή έως και σήμερα δεν έπαψαν να ασχολούνται με τη διερεύνηση της ουσίας του λαού ως έννοιας και ως πραγματικής κατάστασης. Συνήθως, αρκετοί εννοούν να ταυτίζουν τον «λαό» με το «πλήθος». Η ιστορική πράξη, αλλά και η φιλοσοφική θεώρηση ωστόσο έδειξαν πως δεν πρόκειται για το ένα και το αυτό. Ουδείς σχεδόν φιλόσοφος, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, δεν σκέφτηκε να ταυτίσει τις δυο έννοιες. Ο Χάιντεγκερ επίσης, που μας ενδιαφέρει εδώ, διέκρινε με σαφήνεια τις δυο κατηγορίες. Τον λαό, κατά κανόνα, τον συλλαμβάνει περισσότερο στη βάση της ιστορικότητας του Είναι και πιο ειδικά του Dasein. Το τελευταίο είναι εκάστοτε Da-Sein [=Εδωνά-Είναι], δηλαδή Είναι του οποίου η παρ-ουσία τελεί πάντοτε σε σχέση με τους άλλους και γίνεται αισθητή μόνο μέσα στον κόσμο ως συν-ανα-στροφή αυτόν. Επομένως, η έννοια του λαού προσδιορίζεται στην ουσία της μόνο στο πλαίσιο μιας γενικότερης πολιτικής και ιστορικής προοπτικής ενός έθνους.

ΙΙ. Το πλήθος, απεναντίας είναι μια πιο απροσδιόριστη, ασυντόνιστη πολλαπλότητα, της οποίας η μαζική συμπεριφορά εμφανίζει, όχι σπάνια, και χαρακτηριστικά δικτατορικής απολυτότητας. Γι’ αυτό, ο φιλόσοφος μιλάει, σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι μαζοποιούνται οικτρά και πέραν κάθε αίσθησης αυτο-αναγνώρισης, όπου συμπεριφέρονται ως μικροί ή μεγάλοι δικτατορίσκοι, για «δικτατορία των πολλών». Μια τέτοια «δικτατορία» κλείνει εντελώς τον δρόμο των πολλών προς τον Λόγο και το Είναι. Μόνο όταν η οδός προς τον Λόγο είναι ανοικτή, το πλήθος γίνεται λαός που έχει φωνή, μιλάει και συγχρόνως ακούει. Προς τούτο, ο Χάιντεγκερ επικαλείται και τον Ηράκλειτο, σύμφωνα με τον οποίο, εκείνοι που δεν διανοίγονται στον Λόγο, δεν είναι σε θέση ούτε να ακούσουν ούτε να μιλήσουν (απ. 19). Αυτό δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ανάμεσα στο πλήθος: όσο κυριαρχεί μέσα στη ζωή, οι πολλοί σκοντάφτουν στη δική τους ισχυρογνωμοσύνη  και δεν απέχουν πολύ από την άβυσσο της ανυπαρξίας: ο κόσμος απολιθώνεται και τα ανθρώπινα όντα μετατρέπονται σε αντικείμενα προς κάθε είδους χρήση.  

                                          §2
                                    Da-sein και ο Λαός

«Μόνο στη βάση του Dasein [=Εδωνά–Είναι] είναι δυνατόν να συλλαμβάνουμε την ουσία του λαού και τούτο σημαίνει συγχρόνως να ξέρουμε πως ο λαός ποτέ δεν μπορεί να είναι στόχος και σκοπός. Το να υποστηρίζει κανείς την αντίθετη άποψη είναι απλώς μια «λαϊκίστικη» προέκταση της «φιλελεύθερης» σκέψης του «Εγώ»  και της οικονομικής αντίληψης για τη διατήρηση του «βίου».
            Η ουσία του λαού, ωστόσο, είναι η «φωνή» του. Η φωνή τούτη δεν ομιλεί ακριβώς στο επονομαζόμενο άμεσο ξεχείλισμα του κοινού, φυσικού, φυσιολογικού, ανεπιτήδευτου και ακαλλιέργητου «ανθρώπου». Διότι αυτός που καλείται έτσι να είναι μάρτυρας είναι ήδη πολύ  κίβδηλος, κακότροπος και προ πολλού δεν κινείται πλέον στις αρχέγονες σχέσεις προς τα όντα. Η φωνή του λαού ομιλεί σπάνια και μόνο σε λίγους· μπορεί αυτή η φωνή να αντηχεί ακόμα;» (GA 65, 319).

                                          §3
                                        Ένα σχόλιο

1.    Η έννοια του λαού  εμφανίζεται, πρώτα-πρώτα, στο Είναι και Χρόνος. Εδώ ο Χάιντεγκερ συσχετίζει την ουσία της με την κοινότητα (Gemeinschaft) και όχι με την κοινωνία (Gesellschaft). Μέσα στην έτσι εννοούμενη κοινότητα έρχεται σε επαφή το Da-sein με τους άλλους και δοκιμάζει να υπάρξει αυθεντικά.  Στην κοινωνία, απεναντίας, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος το κοινόν [: με την αρχαία ελληνική σημασία] να καταπνιγεί ανάμεσα στις λαβίδες του γυμνού, αγελαίου ατομικισμού των πολλών και του αφηρημένου γενικού της κοινωνίας. Το αυθεντικό Συνείναι (Mitsein) του Da-sein απηχεί την αυθεντική δυνατότητα ύπαρξης του ανθρώπου και προσδιορίζει την κοινότητα ως ανώτερη μορφή έκφρασης έναντι της κοινωνίας, όπου συμβαίνει ανελέητος ανταγωνισμός συμφερόντων και ο αυθεντικός αγώνας υποβιβάζεται σε απλή πολεμική, σε δολοπλοκίες και ασύλληπτες  για τον ανυποψίαστο νου μηχανορραφίες. 
2. Αυτοί ακριβώς οι δολοπλόκοι: πολιτικοί, δουλοπρεπείς «διανοούμενοι», σωματειακές ενώσεις, επί μέρους οργανωμένες ομάδες κ.λπ. βλέπουν την ουσία του λαού με τη διόπτρα του λαϊκισμού, του οικονομισμού, της επιβίωσης και όχι της βίωσης. Ετούτο το «πνευματικό άρωμα» διοχετεύεται περαιτέρω, μέσω μιας φλύαρης επικοινωνίας και εντεταλμένης εικονικής πραγματικότητας, στους πολλούς ως ιδεολογία και έτσι εξολοθρεύει τη μοναδικότητα του «λαού». Ο λαός τότε γίνεται μάζα και παύει να έχει φωνή. Απέναντι σε μια τέτοια υπονόμευση της αυθεντικότητας της ουσίας του, ο Χάιντεγκερ διερωτάται: μπορεί η φωνή του λαού να αντηχεί ακόμα; Ως προκύπτει από τα πράγματα, μια τέτοια φωνή δείχνει να σιγά και ποικίλες άλλες κακές απομιμήσεις αυτής της φωνής, με τις πιο γλυκόηχες ονομασίες, εμφανίζονται στο (πολιτικό) προσκήνιο  και ετοιμάζονται για μια ακόμη φορά να κατασπαράξουν το ήδη κατασπαραγμένο σώμα και πνεύμα αυτού του λαού.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Fr. Nietzsche: έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (2)


               

                                Φρίντριχ  Νίτσε
                                               1844–1900
                          
                             Ο θεός είναι νεκρός

§1
Εισαγωγικά

Μια πρώτη ανάγνωση του έργου του Νίτσε: έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα επιχειρήθηκε σε μια προηγούμενη σχετική ανάρτηση. Εδώ θα παρουσιάσουμε, σε μετάφραση και σχολιασμό, τη δεύτερη ομιλία από τον Πρόλογο του εν λόγω έργου. Η θεμελιώδης αρχή του συγκεκριμένου έργου, αλλά και όλου του νιτσεϊκού έργου είναι: η καθίδρυση μιας φιλοσοφίας του νοήματος και των αξιών. Αυτή τη φιλοσοφία ο Νίτσε δεν την εννοεί ως   κάποια καταφατική θεωρία ηθικών κανόνων και ορισμών συστημικής υφής αλλά κυρίως ως κριτική ανατροπή του υπάρχοντος. Ωστόσο και τούτη η κριτική δεν ευθυγραμμίζεται με τις νόρμες της κριτικής φιλοσοφίας, ας πούμε εκείνης του Καντ, χωρίς βέβαια να παραβλέπεται η δυναμική και της καντιανής κριτικής φιλοσοφίας.
Η νιτσεϊκή κριτική, ως ανατροπή του υπάρχοντος, διακρίνει στις αξίες εκείνες τις αρχές, δυνάμει των οποίων κρίνεται, ανα-κρίνεται και απο-κρίνεται ο φαινόμενος κόσμος. Συγχρόνως αυτές αποτελούν ένα είδος παρατηρητήριου, από το οποίο εκκινεί το φιλοσοφικό «σφυροκόπημα» πρωτίστως αυτών των ίδιων των αξιών. Το «σφυροκόπημα» τούτο ανατρέπει τη λογική του φιλοσοφικού «δικαστηρίου», που αναλαμβάνει να αποδώσει «δικαιοσύνη» στο υπάρχον, άρα να το καθαγιάσει, κριτικάροντας απλώς τα πράγματα στο όνομα της καθεστηκυίας τάξης των αξιών. Επίσης ανατρέπει τη λογική του πρακτικού ωφελιμιστή, που επιχειρεί να διασώσει ό,τι φαίνεται «χρήσιμο» για τη διαιώνιση του άχρηστου καθεστωτικού Είναι. Ο Ζαρατούστρα, καθ’ όλη την εξέλιξη του έργου, είναι η σκέψη του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, που εκδηλώνεται ως ένα είδος πολεμικής βούλησης ενάντια στο χρησιμοθηρικό,  στο ευτελές, που δεν έχει ούτε καν την παθητική διάθεση να χαθεί από μόνο του. Απεναντίας εγκαθίσταται στη ζωή, προσωποποιημένο από τους δειλούς που παρουσιάζονται ως ισχυροί, με τη μορφή του ή των κάθε λογής ειδώλων, τα οποία προσκυνά η αγελαία μάζα. Αυτή την αγελαία μάζα ο Ζαρατούστρα δεν την μισεί εξ ορισμού, αλλά την «αγαπά». Και την αγαπά ακόμη περισσότερο, όσο βρίσκεται σε απόσταση απ’ αυτήν, όπως δείχνει και το κείμενο που ακολουθεί, και εκφράζει την επιθυμία να βρεθεί κοντά της – μακριά της.

   §2

 Ομιλία: 2

Ο Ζαρατούστρα  κατέβηκε μοναχός το βουνό, χωρίς κανείς να τον συναντήσει. Ωστόσο, όταν  έφτασε στα δάση, ξαφνικά στάθηκε μπροστά του ένας γέρος, που είχε αφήσει την ιερή καλύβα του για να αναζητήσει ρίζες στο δάσος. Και έτσι μίλησε ο γέρος στον Ζαρατούστρα:
            «Δεν μου είναι ξένος αυτός ο ταξιδευτής: πριν από κάποια χρόνια πέρασε από εδώ. Ζαρατούστρα ονομαζόταν· αλλά [τώρα] έχει αλλάξει.
            Τότε έφερνες τη στάχτη σου στο βουνό: τώρα θέλεις να φέρεις τη φωτιά σου στις κοιλάδες; Δεν φοβάσαι την τιμωρία για τον εμπρηστή;
            Ναι, αναγνωρίζω τον Ζαρατούστρα. Καθαρό είναι το μάτι του και καμιά αηδία δεν κρύβεται στο στόμα του. Σαν χορευτής δεν βαδίζει μπρος;
            Αλλαγμένος είναι ο Ζαρατούστρα, παιδί έγινε ο Ζαρατούστρα, ένας αφυπνισμένος είναι ο Ζαρατούστρα: τι θέλεις τώρα κοντά στους κοιμισμένους;
            Σαν μέσα στη θάλασσα ζούσες στη μοναξιά, και η θάλασσα σε κρατούσε. Αλίμονο, τώρα θες να προσαράξεις στη στεριά; Αλίμονο, θες μόνος να σέρνεις πάλι το σώμα σου;»
            Ο Ζαρατούστρα απάντησε: «αγαπώ τους ανθρώπους».
            «Γιατί τότε», είπε ο άγιος, «πήγα στο δάσος και στην ερημιά»; Δεν ήταν, επειδή αγαπούσα πάρα πολύ τους ανθρώπους;
            Τώρα αγαπώ τον θεό: δεν αγαπώ τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος είναι ένα πολύ ατελές πράγμα για μένα.  Η αγάπη για τον άνθρωπο θα με σκότωνε».
            Ο Ζαρατούστρα απάντησε: «τι μίλησα για αγάπη! Φέρνω ένα δώρο στους ανθρώπους!»
            «Μην τους δίνεις τίποτα», είπε ο άγιος. «Προτιμότερο να τους αφαιρέσεις μέρος του φορτίου τους και να το μεταφέρεις μαζί τους –αυτό θα είναι ό,τι πιο ευάρεστο γι’ αυτούς: μόνο δες εάν είναι ευάρεστο και για σένα!
            Κι αν θες να τους δώσεις, να μη τους δώσεις τίποτα περισσότερο από μια ελεημοσύνη, και τούτη ακόμη άφησέ τους να σου τη ζητιανέψουν!»
            «Όχι», απάντησε ο Ζαρατούστρα, «δεν δίνω ελεημοσύνη. Δεν είμαι δα και τόσο φτωχός για αυτό».
            Ο άγιος γέλασε με τον Ζαρατούστρα και μίλησε έτσι: Κοίταξε τότε, ώστε να δεχθούν τους θησαυρούς σου. Είναι δύσπιστοι απέναντι στους ερημίτες και δεν πιστεύουν ότι ερχόμαστε για να τους χαρίσουμε δώρα.
            Τα βήματά μας ηχούν γι’ αυτούς πολύ μοναχικά μες στα σοκάκια. Και όταν τη νύχτα, που είναι στο κρεβάτι τους ακούν έναν άνθρωπο να περπατά, πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος,  σίγουρα αναρωτιούνται: Για πού τραβάει ο κλέφτης;
            Μην πηγαίνεις στους ανθρώπους, αλλά μείνε στο δάσος! Ακόμα καλύτερα, να πας με τα ζώα. Γιατί δεν θέλεις  να είσαι σαν εμένα –αρκούδα ανάμεσα σε αρκούδες, πουλί ανάμεσα στα πουλιά;»
            «Και τι κάνει ο άγιος στο δάσος;» ρώτησε ο Ζαρατούστρα.
            Ο άγιος απάντησε: «Κάνω ύμνους και τους άδω, και όταν κάνω ύμνους, γελώ, κλαίω και μεμψιμοιρώ: έτσι δοξάζω το θεό.
            Με τραγούδι, με κλάμα, με γέλιο και μουρμουρητό δοξάζω τον θεό, που είναι ο θεός μου. Εσύ όμως τι μας φέρνεις για δώρο;»
            Όταν ο Ζαρατούστρα άκουσε αυτά τα λόγια, χαιρέτησε τον άγιο και είπε: «τι θα είχα να σας δώσω! Αλλά  γρήγορα επιτρέψτε μου να φύγω μην τυχόν και πάρω τίποτα από σας!» –Και έτσι χώρισαν ο ένας από τον άλλο, ο γέρος και ο άντρας, γελώντας, όπως γελούν δυο αγόρια, δυο σχολιαρόπαιδα.
            Όταν όμως ο Ζαρατούστρα έμεινε μόνος, έτσι μίλησε στην καρδιά του: «Θα μπορούσε να είναι δυνατόν! Αυτός ο γέρος άγιος δεν έχει ακούσει ακόμα τίποτε περί αυτού, ότι δηλαδή ο θεός είναι νεκρός!» –
           

                                                         §3
                                               Ένα σχόλιο

Ο Ζαρατούστρα παρέμεινε δέκα χρόνια ως ερημίτης στα βουνά και τώρα αποφασίζει να κατέλθει στους ανθρώπους για να τους «μπολιάσει» με τη σοφία που συνέλεξε εκεί πάνω. Με την κάθοδο βέβαια εγκαινιάζει τη δύση του. Πριν από την κάθοδο αυτή συναντά στο δρόμο του έναν ερημίτη. Ερημίτης και Ζαρατούστρα είναι απεικάσματα ο ένας του άλλου. Ο ερημίτης έχει υποστεί έναν μετασχηματισμό: ενώ αγαπούσε τα ανθρώπινα όντα, όπως τα αγαπά την παρούσα στιγμή ο Ζαρατούστρα, τώρα αγαπά μόνο τον θεό. Οι άνθρωποι, κατά τον γέρο ερημίτη, είναι ανάξιοι μιας αγάπης που απορρέει από τη σοφία. Ζώντας μακριά από τους ανθρώπους απορεί τι κάνει τον Ζαρατούστρα να αγαπά αυτούς τους ανάξιους που είναι ικανοί μόνο για οίκτο. Ο Ζαρατούστρα όμως, στο πλαίσιο της αμοιβαίας του νοηματικής πλήρωσης με τον γέρο,  έχει υποστεί έναν αντίστροφο μετασχηματισμό πάνω στα βουνά. Από ερημίτης εμφανίζεται να εξελίσσεται σε ον που μπορεί να ενσαρκώσει την αξία για τον άνθρωπο. Στην παρούσα φάση, η εξέλιξή του είναι ατελής. Ωστόσο, μετασχηματιζόμενος φέρνει στον κόσμο των ανθρώπων ένα δώρο, ως άλλος Προμηθέας. Ενεργεί έτσι προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του Χριστού. Ο δεύτερος έφερε στους ανθρώπους την ελεημοσύνη, μοιραζόμενος μαζί τους ενοχές και αμαρτίες αυτού του κόσμου: τούτο σημαίνει ότι αποτελεί μέρος αυτού του ελεεινού  Status και με τη μορφή του θείου ειδώλου γίνεται ο πιο ανύποπτος και γι’ αυτό επικίνδυνος στυλοβάτης του εν λόγω Status. Ο Ζαρατούστρα, απεναντίας, έρχεται ως εμπρηστής, ως κήρυκας εξολόθρευσης αυτού του ολέθριου Status: κατερχόμενος προς τους ανθρώπους είναι σαν να μιλάει στην καρδιά τους· είναι η σιωπηρή εσωτερική τους φωνή, που εξομολογείται, ξεσπά σαν καταιγίδα, πως ο θεός πέθανε. Τι σημαίνει νιτσεϊκώς τούτη η φράση; Όχι πως ο θεός κάποτε έζησε και ήρθε τώρα η ώρα του να πεθάνει. Ο θεός δεν νοείται υπερβατικά, ως κάποιο ον πέραν του ανθρώπου, αλλά ως λειτουργία ή ως ένα αποτέλεσμα ενός ορισμένου τρόπου της ανθρώπινης ζωής: η κατασκευή επίγειων θεών-ειδώλων κοιμίζει τους ανθρώπους, σε αντίθεση με τον Ζαρατούστρα που ετοιμάζεται να κατεβεί σ’ αυτούς τους κοιμισμένους, όπως λέει πιο πάνω το νιτσεϊκό κείμενο, αφυπνισμένος από την πολύχρονη ερημία του. Επομένως, με τη συγκεκριμένη φράση ο φιλόσοφος διακηρύσσει την ανατροπή ενός πολυκαιρισμένου και άκαρδου τρόπου ζωής· και ακόμη τη συντριβή κάθε ειδώλου που τον συγκροτεί.

      






Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Fr. Hölderlin: η ποιητική ελευθερία της ύπαρξης (1)



Friedrich Hölderlin
 1770–1843
                  
             Ο ποιητής για δύσκολους καιρούς
                          
                                             §1
                                      Προκαταρκτικά

Ποιος είναι ο Χαίλτερλιν; Ο ποιητής των δύσκολων και των χαλεπών καιρών. Όταν όλα γύρω μας πενθούν, όταν η ανθρώπινη συνθήκη όλο και πιο πολύ βυθίζεται στο χάος, όταν το Dasein (=η ύπαρξη) στέκει άρριζo μέσα στην οχλοβοή του μαζικού «πολιτισμού», όταν και αυτή η λαλούσα εστία του Φοίβου Απόλλωνα έχει για πάντα σωπάσει [=«ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, απέσβετο το λάλον ύδωρ »], τότε έρχονται να «σημάνουν οι καμπάνες» της  ποιητικής αλήθειας του Χαίλντερλιν, γενικότερα δε των αληθινών ποιητών. Η ποίηση για τον Χαίλντερλιν, ως ποιητή-δημιουργό αλλά και ως ευαίσθητη ύπαρξη, είναι προστασία· ακριβέστερα προ-στασία: δηλαδή αυτό που ίσταται ελεύθερα και στέρεα μπροστά από το συγκεχυμένο, από το χαώδες, το σκοταδιστικό, το πρόσκαιρο. Τι είναι αυτό το ιστάμενο; Σε καμιά περίπτωση δεν είναι μια διακοσμητική  «ποιητική» ιχνογραφία, μια εκδήλωση ή μια εξωτερίκευση στιγμιαίων εξάψεων της ψυχής, ούτε ένα πολιτιστικό φαινόμενο και παρόμοιες θορυβώδεις στιγμές της μαζικής κουλτούρας. Απεναντίας είναι αυτό που μας αποκαλύπτει το συγκαλυμμένο, μας διανοίγει στο μυστικό ως τον άλλο ανοικτό ορίζοντα, ως τον φωτεινό ουρανό της επίγειας ύπαρξης. Να γιατί το εν λόγω ελεύθερα ιστάμενο είναι το ίδιο το πεπρωμένο του ανθρώπου και του λαού ως η μοίρα του ποιητή που λέγει, ήτοι άδει την ιστορικότητα του Είναι μας και άδοντας τη διαφυλάττει από την καθημερινή συνήθεια και από την επιτηδειότητα –που περνάει για αθωότητα– του κακότεχνου, του αντι-αισθητικού, το οποίο εν τέλει, άμα κυριαρχεί, κατακρημνίζει το ανθρωπίνως υπάρχειν μέσα στην άβυσσο. Η ιστορικότητα του Είναι του Χαίλντερλιν ανάγει τα θεμέλιά της σε μια αρχέγονη φιλία με τον Χέγκελ και τον Σέλινγκ και συγχρόνως σε μια βαθιά οικείωση με τον ποιητικό-φιλοσοφικό λόγο της ελληνικής αρχαιότητας. Γι’ αυτό και την ποιητική του πράξη την καταλάβαινε ως εσωτερική βίωση αυτής τούτης της  σκέψης ως ποίησης. Στη συνέχεια παρουσιάζεται, μεταφρασμένη και σχολιασμένη, η πρώτη ακολουθία από την ελεγεία του ποιητή: Άρτος και Οίνος.                                                     
                                                      
                                                       §2
                             Άρτος  και  Οίνος

                                                 1
                                                  
       Τριγύρω η πολιτεία ησυχάζει· σιωπή απλώνεται στο φωτισμένο
 σοκάκι,
     Και οι άμαξες, με πυρσούς στολισμένες, βουίζουν και φεύγουν
            μακριά.
       Χορτασμένοι από της μέρας τις χαρές γυρίζουν σπίτι οι άνθρωποι
            να αναπαυθούν,
            Κι ένα κεφάλι γνωστικό  κέρδη σταθμίζει και ζημιές
       Με ευχαρίστηση πολλή στο σπίτι·  άδειο στέκει από σταφύλια και λουλούδια,
            Και από έργα της χειρός ησυχάζει η πολυάσχολη αγορά.
            Όμως εγχόρδου μουσική πέρα από τους κήπους μακριά ηχεί· ίσως εκεί
            Να παίζει κάποιος ερωτευμένος ή κάποιος άνθρωπος που είναι
            μοναχός
       Φίλους να αναθυμάται μακρινούς και τους καιρούς της νιότης· και
            Οι πηγές
            Αστείρευτες και δροσερές κελαρύζουν σε ευωδιαστή πρασιά.
       Μέσα στη σιγαλιά του δειλινού αντηχούν τα χτυπήματα από τις
            Καμπάνες
            Και μνήμων των ωρών ο φύλακας τον αριθμό τους λέει δυνατά.
Τώρα μια αύρα επίσης έρχεται κι ανάλαφρα κινεί των δέντρων τις κορφές στο άλσος,
     Ιδού! και το σκιερό απεικόνισμα της Γης μας, η Σελήνη,
Προβάλλει επίσης τώρα μυστικά· η  Νύχτα έρχεται, η ενθουσιάστρια,
     Γεμάτη μ’ άστρα και λίγο νοιάζεται για μας,
Λάμπει η Καταπληκτική ψηλά εκεί, η Ξένη εν μέσω των ανθρώπων,
     Στα ύψη πάνω ενθρονίζεται επί των ορέων, θλιμμένη και μεγαλοπρεπής μαζί.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  
                                                §3
                                   Ένα σχόλιο

 Τι μας αποκαλύπτει ο ποιητής; Αυτό που συγκαλύπτει η καθημερινή συνήθεια, αλλά και η α-ποιητική, α-νοήμων πραγματικότητα της δολερής πολιτικο-κοινωνικής περικύκλωσης. Μας αποκαλύπτει τρόπους και τόπους του ανθρωπίνως υπάρχειν, οι οποίοι, έξω από τον ποιητικό λόγο, είναι επιτηδεύματα και όχι επιτεύγματα βίου: φυλακίζουν την ύπαρξη μέσα στον υπολογισμό [= «… κέρδη σταθμίζει…», στην επανάληψη [=η επιστροφή στο σπίτι από τις καθημερινές ασχολίες …], στις κοινές παραστάσεις της αγοράς κ.λπ. Ο ποιητής όμως τους ορίζει ως χαρά και στην προοπτική αυτής της χαράς μας διανοίγει. Συγκεκριμένα άδει το απεριόριστο, το ελεύθερο –εκείθεν των καθημερινών περιορισμών εργασίας, κόπου κ.λπ.– και έτσι μας άγει στο ξέφωτο. Πώς χρωματίζει αυτό το ξέφωτο; Ως την Πολιτεία που ησυχάζει-γαληνεύει [=ο πιο αληθινός τρόπος και τόπος του υπάρχειν]. Όταν η Πολιτεία ησυχάζει, είναι δηλαδή ρυθμός, οργανωμένη κοινότητα ανθρώπων και όχι το  άρρυθμο-χαώδες, όλες οι άλλες πλευρές μιας ελεύθερης ζωής είναι παρούσες: φωτισμένο σοκάκι, στολισμένες άμαξες, ανάπαυση, συγκέντρωση του ανθρώπου στον εαυτό του [=όλα τούτα: φως και ευφροσύνη], έτσι ώστε να μπορεί ο ίδιος να αναπολεί, να οραματίζεται, να εισέρχεται στη μυστική πηγή της αυθεντικότητας που του ταιριάζει. Τότε συμβαίνει, ακόμα και μέσα στο έρεβος της μαζοποιημένης επιφάνειας, να βρίσκει το βήμα του μέσα στον αντίστοιχο τόπο και τρόπο ύπαρξης: στο χρόνο και στο γίγνεσθαι που ο χρόνος σημαίνει  [=«Και μνήμων …Γη»]. Τέλος, ο ποιητής μας θέτει μπρος σε έναν ακόμη πιο πολυνόητο τόπο ύπαρξης: τη Νύχτα, που εσαεί  μας κατακλύζει: ως νύχτα του βίου –έρεβος εξωτερικών συνθηκών, ψυχρών και παγερών, παντός είδους– είναι εκείνο το οντολογικό στοιχείο που μας ορίζει, αλλά δεν το ορίζουμε. Ως νύχτα όμως «σπαρμένη μάγια» (Σολωμός), ως έναστρη, μεγαλόπρεπη, ενθρονισμένη στις κορυφές του ουρανού, δηλαδή έτσι όπως μας την αποκαλύπτει ο ποιητής –ως στιγμή φωτός, ονείρου, αλλά και ανοίκειας, αδιάφορης δύναμης του σκοτεινού κύκλου της ζωής– ορίζεται από τη σφριγηλότητα του ποιητικού λόγου και δεν τον ορίζει. Πώς ορίζεται; Ως μια στιγμή του χρόνου, του γίγνεσθαι, απέναντι στην άλλη στιγμή της ημέρας, όπου ο άνθρωπος ενεργεί και δύναται να ενεργεί, καταπώς μας λέει ο ποιητής, με ορίζοντα την οντολογική του μέριμνα.