Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Mαχ Stirner: Γλώσσα και ελευθερία


                                                                               
                                                Μαξ  Στίρνερ
 1806–1856

Γλώσσα και ελευθερία σκέψης

§1

Σύμφωνα με τον Στίρνερ, όλες οι σχέσεις του ανθρώπου κυοφορούνται με κεντρομόλο δύναμη το Εγώ. Όποιος παραμελήσει τη μοναδικότητα του Εγώ του, έχει ήδη δολοφονήσει το ίδιο του το Είναι. Βέβαια, ετούτη η μοναδικότητα δεν έχει τίποτα το κοινό με τα κενά Εγώ εκείνων των τεθλιμμένων αστών, που επιζητούν πάση θυσία να αναπληρώνουν την κενότητα του Εγώ τους με το μολυσμένο Εγώ του εξουσιάζειν. Οι τελευταίοι τούτοι βλέπουν ότι η σωτηρία του «Είναι» τους διέρχεται μέσα από την υποταγή τους στις επιταγές ενός κόμματος. Τούτο σημαίνει ότι δέχονται ασμένως την άνευ όρων σκλαβοποίησή τους μέσα στα σιδερένια δεσμά της κομματικής εξουσίας, παραδίδουν για πολτοποίηση όποιο φυσικό χάρισμα του Εγώ τους στις μυλόπετρες του κομματικού μηχανισμού, υπό την προοπτική να φτάσουν κάποτε να γίνουν από δουλόφρονα εξουσιαζόμενα ερπετά αυτού του μηχανισμού σε αμοραλιστικά γρανάζια κρατικού εξουσιασμού.  Αυτοί εδώ έχουν μάθει να ομιλούν μόνο και πάντα τη γλώσσα της ανελευθερίας. Πώς όμως την ονομάζουν οι ίδιοι τούτη τη γλώσσα; Την ονομάζουν γλώσσα της ελεύθερης σκέψης. Η ανελεύθερη τούτη γλώσσα, καθώς εκπέμπεται είτε από τα χαρακώματα του κόμματος είτε από εκείνα της κρατικής εξουσίας, καταδικάζει τη μοναδικότητα του ανθρώπινου ατόμου σε διαλυτική παράλυση. Εάν δε μια τέτοια γλώσσα ομιλείται στο σκλαβοπάζαρο των καθεστωτικών «διανοουμένων», όλη η ασυναρτησία των τελευταίων παρουσιάζεται ως το πιο εμπνευσμένο ιερογλυφικό κείμενο. Και οι μάζες; Εκείνες που έχουν πια απολέσει προ πολλού την αυθεντικότητα του Εγώ τους, αισθάνονται τιμή να διακονούν το ως άνω σκλαβοπάζαρο. Το αυθεντικό, δημιουργικό, ρηξικέλευθο Εγώ δεν ευδοκιμεί μέσα σε ένα αποσκληρυμένο περιβάλλον γλώσσας και σκέψης. Κριτήριο της δικής του αυτόνομης ανάπτυξης πρέπει να είναι, όπως τονίζει εμφαντικά ο Στίρνερ, κάτι σαν εκείνο που λέει ο Χέγκελ για το πνεύμα: η απόλυτη ελευθερία του πνεύματος επέρχεται ως κατάκτηση της αυτογνωσίας του, ως επιστροφή εις εαυτόν.

§2

Έτσι και το Εγώ μπορεί και πρέπει να αναζητεί τη μοναδικότητά του πίσω από τα φαντασμαγορικά είδωλα ενός εργαλειακού λόγου, που έχει ως κύριο μέλημα τη μηχανοποίηση του Εαυτού, την αιχμαλωσία του σε έμμονες ιδέες, την απονέκρωση κάθε διάθεσης για αυτοδιάθεση. Το Εγώ αποκτά συνείδηση της μοναδικότητάς του, όταν μαθαίνει να επιστρέφει εις εαυτόν, όταν σκέπτεται και ενεργεί έτσι, ώστε να καθιστά τον εαυτό του ανυπέρθετη αξία ζωής. Εμπόδιο ανυπέρβλητο και επικίνδυνο, ιδιαζόντως ύπουλο, σε τούτη την αυταξίωση του Εγώ στέκεται η εργαλειακή γλώσσα. Με εύηχα μεν αλλά σαθρά σε περιεχόμενο εκφωνήματα, αυτή φυλακίζει τις δυνατότητες του Εγώ μέσα σε ένα κατώτερης ποιότητας σκέπτεσθαι, σαν αυτό περίπου που περιγράψαμε πιο πάνω στην §1. Αυτό το «σκέπτεσθαι» κιγκλιδώνει το Εγώ μέσα σε ένα αφηρημένο, γενικόλογο και κούφιο πλέγμα λέξεων, φράσεων και προτάσεων και έτσι το απο-ξενώνει από τον εαυτό του. Το νεοελληνικό τοπίο της «γλώσσας-σκέψης» βρίθει από τέτοια κούφια πλέγματα λόγου, ιδίως εκείνα που εκτοξεύονται από «ευσεβείς» νεορθόδοξους, σοσιαλ-αριστερο-καθεστωτικούς, εκσυγχρονιστές, κοσμοπολίτες «διανοούμενους», οι οποίοι στο παραμικρό σφύριγμα εξουσιαστικής τους υπηρέτησης ξεχνούν τα πρότερα «μοναδικά οράματα» του Εαυτού. Οι ανώτεροι προορισμοί του Εαυτού, αποφαίνεται ο Στίρνερ, δεν ενδημούν στο Δέον-Είναι, δηλαδή σε ένα υπερβατικό και απραγματοποίητο επέκεινα, αλλά σε ένα ενθάδε Είναι-γίγνεσθαι, το οποίο απλώνεται στη ζωή μας όπως άλλοτε ο δροσερός και απάνεμος τόπος του Κήπου του Επίκουρου. Τώρα βέβαια στον Κήπο του Επίκουρου  χάσκουν όλοι οι βόρβοροι των διχασμένων «προσώπων» του παντοειδούς εξουσιασμού· ωστόσο το αισθητό, το κατ’ αίσθηση Είναι-γίγνεσθαι δεν έσβησε. Αυτό παραμένει ο αυθεντικός τόπος του Σκέπτεσθαι–Είναι του Εαυτού, δηλαδή του Εγώ, του Εσύ … που δεν πρόκειται να το σκεφτεί, να το ανυψώσει, να το διασώσει κανείς κομματιστικο-πολιτικάντικος «σωτήρας» παρά μόνο ο ίδιος του ο εαυτός..



Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

W. Benjamin: αναζητώντας την ουσία της γλώσσας


                                       Βάλτερ Μπένγιαμιν
1892–1940


Η γλώσσα ως πνευματική ουσία του κόσμου

§1

Η αντίληψη του Μπένγιαμιν για τη γλώσσα, όπως και για τα πνευματικά έργα του ανθρώπου εν γένει,  είναι άμεσα συνυφασμένη με την τρικυμιώδη πορεία της σύντομης ζωής του. Καθετί το βίωνε ως μοίρα και συναφώς ως την αναγκαία συνθήκη για να αντιμετωπίζει τον στενό ορίζοντα των πιο «σιδερόφρακτων» γεγονότων με λόγο και σκέψη. Καθ’ όλη την ενήλικη περίοδο του βίου του, ο Μπένγιαμιν έμελλε να  γνωρίσει αφάνταστες οικονομικές στερήσεις, παρά το γεγονός ότι καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Τα «μοιραία» βιώματα τον συνόδευαν παντού. Συγχρόνως τον εξωθούσαν να συλλογίζεται, να μεταστοχάζεται πάνω στο δικό του λόγο και πάνω στις δυνατότητες αυτού του λόγου να επηρεάζει ή ακόμη και να ανασυγκροτεί την πολυδαίδαλη πράξη του. Έτσι επεφύλασσε στη γλώσσα έναν ευρύτερο ρόλο από αυτόν του εκφραστικού μέσου. Ως εκφραστικό μέσο, η γλώσσα εξωτερικεύει απλώς κάτι, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν συντελεί στην πραγμάτωση του καλού και αληθινού. Ως τέτοιο μέσο ούτε τον κενόδοξο καθεστωτικό εμποδίζει να ρητορεύει απατηλά και ανέξοδα για το αληθινό ούτε τη ριζοσπαστική σκέψη  μπορεί να καθιδρύει. Η γλώσσα, για τον Μπένγιαμιν, δεν νομοθετεί για λογαριασμό της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά χωρίς αυτήν ή και ενάντιά της. Εάν συνέβαινε αυτό, τότε οι εκάστοτε άξεστοι κυβερνητικοί εκπρόσωποι θα ήταν οι βασιλείς–φιλόσοφοι της γλώσσας. Απεναντίας, η γλώσσα ως τέτοια ανα-σημαίνει αυτό που σημαίνει η ίδια η πραγματικότητα. Πώς κατανοείται τούτο το ανα-σημαίνειν; Κατανοείται ως δόσιμο, ως ερωτική αφοσίωση της γλώσσας στο Είναι των πραγμάτων.

§2

Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια αφοσίωση που προορίζεται να κρατά στα χέρια της το μυστικό των πραγμάτων. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η γλώσσα αναλαμβάνει το έργο της κοινοποίησης των πνευματικών περιεχομένων του ανθρώπινου Είναι αλλά και του Είναι εν γένει, του συνόλου των πραγμάτων.  Και το αναλαμβάνει, γιατί το επιτρέπει η ίδια η  φύση των πραγμάτων, η οποία έγκειται στο να κοινοποιούν τα πράγματα την πνευματικότητά τους. Η πνευματικότητα τούτη, ήτοι η πνευματική τους ουσία, ανα-ζωογονείται, ανα-σημαίνεται μέσα στη γλώσσα: η τελευταία φέρνει στο φως ό,τι ανταποκρίνεται στη δική της ουσία. Και ανταποκρίνεται στη δική της ουσία ό,τι μπορεί να κοινοποιηθεί. Τούτο σημαίνει ότι η γλώσσα, κοινοποιώντας τα πνευματικά περιεχόμενα του κόσμου, κοινοποιεί στην πραγματικότητα τον εαυτό της, τη δική της ουσία. Πώς τα/την κοινοποιεί; Δια της γλώσσας. Η γλώσσα δηλαδή είναι, χωρίς περαιτέρω διαμεσολαβήσεις, αυτό που κοινοποιεί η ίδια· είναι η αμεσότητα της πνευματικής κοινοποίησης των πραγμάτων.  Κάθε πνευματική κοινοποίηση λοιπόν δεν είναι αυτό που γίνεται μέσω της γλώσσας, αλλά αυτό που συμβαίνει εντός της γλώσσας. Ακριβώς επειδή συμβαίνει εντός της, κάθε τέτοια κοινοποίηση δεν έχει τα όρια του κοινοποιήσιμου έξω από τη γλώσσα, αλλά μέσα στην ίδια τη γλωσσική της ουσία, η οποία συνιστά και τη γλωσσική ουσία των πραγμάτων. Πνευματική ουσία της γλώσσας και γλωσσική ουσία δεν ταυτίζονται. Η πρώτη συμβαίνει ως πνευματικό περιεχόμενο και η δεύτερη ως ονομασία ή κατονομασία των πραγμάτων. Και ο άνθρωπος; Καθ’ όλη τούτη την πνευματική-γλωσσική διεργασία των πραγμάτων, ο άνθρωπος είναι αυτός που μιλάει με ρήματα, με λέξεις: εκφράζει τη γλωσσική του ουσία με το να ονομάζει και να κατονομάζει τα πράγματα.