Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

H. Arendt: Αλήθεια και πολιτική



Χάνα Άρεντ
1906-1975

Η εξουσία των διαχωρισμών

§1

Η Άρεντ, αυτή η προικισμένη μαθήτρια του Heidegger, ανήκει στην κατηγορία των διανοητών που πρεσβεύουν πως η σύγχρονη κοινωνία έχει χάσει την πρακτική της δύναμη, γιατί στερείται τη δυνατότητα του θεωρείν και του πράττειν, έτσι όπως αυτή η δυνατότητα ενυπάρχει στο πνεύμα της ελληνικής ή κλασικής παράδοσης: δηλ. ως δυνατότητα αρμονικής συνύπαρξης πολιτικής πράξης (Vita activa) και θεωρητικής σκέψης (Vita contemplative).  Μια τέτοια αρμονική συνύπαρξη καθιδρύει στον άμεσο βίο των ανθρώπων μια θαυμαστή ισορροπία δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος και αποτρέπει την εξουσία του διαχωρισμού. Αποτρέπει δηλαδή, από τη μια πλευρά, τη θεωρία να εργάζεται για τη δική της εξουσία και, μέσω των τραπεζορητόρων  της πολιτικής εξουσίας, να επιβάλλεται ως προπαγανδιστική ιδεολογία. Όταν συμβαίνει αυτό, ο άνθρωπος που κερδίζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του, εμποδίζεται να ανυψωθεί σε πνευματικό ον, ώστε να κατανοεί την κατάστασή του και να νοηματοδοτεί τις πράξεις του. Απλώς προστίθεται στη στρατιά των δουλοπάροικων της μαζικής κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, αποτρέπει την εκάστοτε ανορθολογική πολιτική από την επιθυμία να υψώνει τη δική της εξουσία σε αρχή του κόσμου και να εγκλωβίζει τους ανθρώπους στις συμπληγάδες ενός ισοπεδωτικού πρακτικισμού. Έτσι αποκαλύπτει και την επικινδυνότητα εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής. Υπ’ αυτό το πνεύμα κατανοείται πιο ευκρινώς και ο ρόλος σεσημασμένων προπαγανδιστών της χρεωκοπημένης –όσο και ανάλγητης– πολιτικής εξουσίας της σημερινής Ελλάδας: αυτοί οι σεσημασμένοι κυκλοφορούν βιβλία-συνεντεύξεις ενάντια, υποτίθεται, στην κυριαρχούσα  λογική της παράνοιας, αλλά στην πράξη προσβλέπουν στο να επιβάλλουν, με τη συναίνεση ή τη συνενοχή των πολιτών, αυτή την παράνοια –πολιτική, οικονομική, ιδεολογική– ως τη μόνη διέξοδο. Θεωρία και πράξη εδώ γίνονται οι άγρυπνοι φρουροί της απόγνωσης των ανθρώπων.

§2

Η επικράτηση της εξουσίας των διαχωρισμών έχει ως άμεση συνέπεια τη μεταποίηση της προσδοκώμενης κοινωνίας των ελεύθερων πολιτών σε μια ολοκληρωτική κοινωνία των ιδιωτών. Η τελευταία τούτη είναι μια αλυσοδεμένη κοινωνία, όσο κι αν οι πολιτικοί της «εκπρόσωποι» την εκθειάζουν ως την πιο δημοκρατική. Ο πολίτης υπάρχει μόνο ως ιδιώτης με μοναδική μέριμνα την ατομική «βίωση» με τον τρόπο της επιβίωσης: πρόκειται για μια κατάσταση, όπου ο καθένας κυνηγά τα ποικίλου είδους αποκτήματα, τις πρό-χειρες απολαύσεις και εν τέλει την εφήμερη ηδονή. Προφανώς, εφαρμοστικό παράδειγμα  αυτού του ηδονιστικού τρόπου ζωής αποτελεί πρωτίστως το πολιτικό προσωπικό. Η ιδιώτευση του πολίτη αποτελεί σαφή υποβιβασμό της ζωής σε ένα σχήμα μόχθου, το οποίο επιζητεί τη θεραπεία του στην προαναφερθείσα ηδονική κατάσταση. Η κατάσταση τούτη δεν έχει τίποτα το κοινό με την πραγματική ευδαιμονία του ανθρώπου· απεναντίας βεβαιώνει μια κατ-αναλωτική δραστηριότητα του κατακερματισμένου ατόμου, η οποία προορίζεται να εξορίζει τις πραγματικές του δυνατότητες. Τότε συμβαίνει να ανάγει ο καθένας σε θρησκεία του, σε σκοπό ζωής, τις ιδιωτικές του βλέψεις, προκειμένου ανάλογα: ή να καλύπτει τις υλικές του ανάγκες ή να συσσωρεύει κεφάλαιο.  Αντιστοίχως και η είσοδος στην πολιτική συνδέεται με την υπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος. Καθώς κυριαρχεί ο υπέρτατος «νόμος» του ιδιωτικού συμφέροντος, για τον ωφελιμιστή πολιτικό προέχει το ατομικό του συμφέρον. Έτσι το γενικό τοπίο του πολιτικού και της πολιτικής αντιστοίχως είναι ένας κόσμος του ψεύδους και του ολέθρου: καθώς ο πολιτικός δεν είναι σε θέση να καλλιεργεί στοιχειωδώς την αίσθηση του καλού και του ωραίου,  ψεύδεται ασύστολα και με μια απίστευτη ανυπαρξία λογισμού απεργάζεται την καταστροφή. Όταν μέσα σ’ αυτόν τον συσσωρευμένο σωρό ψευδών βρεθεί κάποιος να υψώσει φωνή αληθείας, ήδη έχει κάνει ένα πρώτο βήμα για την αλλαγή του κόσμου. Μια τέτοια φωνή αντλεί το νόημά της από την ενδημία της μέσα στο θεωρείν, από τη θητεία της μέσα στην στοχαστική πράξη. Εάν αυτή η φωνή εγκατασταθεί μέσα στην καθεύδουσα μαζική κοινωνία, τότε η τελευταία θα πάψει να επιθυμεί συνεχώς τον ύπνο της.   


Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

R. Descartes: Προς την ελευθερία της σκέψης (1)



Ρενέ Ντεκάρτ
1596–1650

Η αμφισβήτηση της κατασκευασμένης αυθεντίας

§1

Στην περίοδο που ακολουθεί μετά την Αναγέννηση, απεριόριστη είναι η επιθυμία του νεωτερικού ανθρώπου να διεκδικεί μια εσωτερική ελευθερία της σκέψης. Προς τούτο χρειάζεται να  προσλαμβάνει τη ζωή όχι ως μια «δωρεά» εκ μέρους της θρησκευτικής, πολιτικής ή οποιασδήποτε άλλης θεσμικής αυθεντίας, αλλά ως τη ζωντανή ολότητα των ανθρώπινων ενεργειών μέσα στην επώδυνη και εκρηκτική ρεαλιστικότητά τους. Το ελεύθερο Εγώ αναζητεί τη βεβαιότητά του στον ορθό Λόγο και στην εμπειρία: η υποκειμενικότητα αντικρίζει την αντικειμενικότητα έξω από τη θεολογική αυθεντία του Μεσαίωνα,  έξω από την καθυπόταξη στη μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση πνευματική εξουσία της Εκκλησίας. Η νεωτερική σκέψη, όπως εκφράζεται κυρίως μέσα από τη μεθοδική εξέλιξη της φιλοσοφίας και των εκπροσώπων της, ενσαρκώνει την πρόθεση του ανθρώπου να προσδοκά από το φιλοσοφείν έναν ελεύθερο δρόμο ανάπτυξης και δι’ αυτού να βαθαίνει την κριτική ερμηνεία του κόσμου, εντός του οποίου καλείται να ζήσει. Οι φιλόσοφοι του ορθολογισμού αλλά και του εμπειρισμού διεκδικούν μια στοχαστική βεβαιότητα, ευθέως αντίθετη προς τις βεβαιότητες της θεολογικής πίστης και τις εικονικές βεβαιότητες των πολιτικών παθών της εποχής. Η σχολαστική  φιλοσοφία των πανεπιστημίων, σύμφωνα με τον Λοκ, χαρακτηρίζεται περισσότερο από άγονες λογομαχίες και  κομπορρημοσύνες παρά από κάποια ενδιάθετη τάση για αναζήτηση της αλήθειας. Αυτό που ενδιαφέρει τώρα τους φιλοσόφους, μας λέγει ο Ντεκάρτ, είναι  «η φιλοσοφία που συναντούν μέσα τους και μέσα στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου» και όχι η ανάλωση σε ατέρμονες θρησκευτικο-πολιτικές έριδες ή το ξόδεμα χρόνου και δυνάμεων σε πανεπιστημιακές καριέρες. Στην περίπτωση του Ντεκάρτ, αλλά και των άλλων μεγάλων διανοητών  της εποχής έχουμε να κάνουμε με φιλοσόφους, που κινούνται στη γραμμή  της ριζοσπαστικής σκέψης και συνδέουν τις ομιλητικές τους πηγές με την εντατική φροντίδα του πνεύματος και τον γενικό μόχθο της αναγκαιότητας. Ο Ρενέ Ντεκάρτ  επιχειρεί με περισσή μεθοδικότητα και σαφήνεια να κατανοήσει το αναγκαίο: υπό την επίδραση του γενικού κλίματος της σκεπτικής κρίσης αναγνωρίζει στον δικό του σκεπτικισμό τον σκεπτικισμό της εποχής του και αντίστροφα.

§2

Η ιδιαίτερη αποστροφή του προς την ουσία και τον τύπο της σχολαστικής φιλοσοφίας που αισθάνθηκε κατά την περίοδο των σπουδών του στο εν λόγω ίδρυμα έμελλε να τον σημαδέψει  για όλη του τη ζωή. Στην πνευματική του αυτοβιογραφία μιλά για εμπειρίες εσωτερικού διχασμού που συνέλεξε από το αυστηρό περιβάλλον του κολεγίου των σπουδών του και από την επιβολή της λογικής των αυθεντιών, η οποία δεν του επέτρεπε να βλέπει καθαρά μέσα στις πράξεις του και να πορεύεται με σιγουριά στη ζωή. Αν και, όπως ο ίδιος αναφέρει, είχε επισκεφτεί «μια από τις πιο ξακουστές σχολές της Ευρώπης», αυτό τελικά που γνώρισε στον όλο κύκλο των σπουδών του ήταν ένας  σχολαστικός ορθολογισμός, ο οποίος προσκολλημένος δογματικά σε στείρες έννοιες και αξιωματικές γνώμες παραγνώριζε τη σημασία της ζωντανής πραγματικότητας  και σκορπούσε τη σύγχυση ως προς τη συμβολή  της μόρφωσης και των γραμμάτων στην ανάγνωση της αλήθειας:

«επειδή με έπειθαν πως χάρη σ’ αυτά [δηλ. τα γράμματα]  μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει καθαρή και σίγουρη γνώση για το καθετί που είναι χρήσιμο στη ζωή, είχα ασυγκράτητο πόθο να τα μάθω. Μόλις όμως συμπλήρωσα όλο αυτό τον κύκλο των σπουδών, που στο τέλος τους είναι συνήθεια να γίνεται κανένας δεκτός στη σειρά των σοφών, άλλαξα ολότελα γνώμη. Γιατί βρισκόμουν μπερδεμένος με τόσες αμφιβολίες και πλάνες, ώστε μου φαινόταν πως από την προσπάθειά μου να μορφωθώ, δεν είχα αποκομίσει κανένα άλλο όφελος εκτός από το  ότι όλο και περισσότερο ανακάλυπτα την αμάθειά μου».

Το να ανακαλύπτει κανείς μετά το τέλος των σπουδών του ότι δεν έμαθε τίποτε άλλο παρά μόνο πώς να είναι αμαθής σημαίνει για την καρτεσιανή αντίληψη της φιλοσοφίας ότι η αληθινή γνώση δεν βρίσκεται στα θεσμοποιημένα περιεχόμενα σπουδών ή στην πειθαρχημένη εκπαίδευση των εγχειριδίων, τα οποία συνήθως υπηρετούν ιδιοτελείς σκοπούς ή αποστεωμένες θεωρίες, αποκομμένες από τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά στην ελεύθερη και ανιδιοτελή πράξη της σκέψης. Αυτή η πράξη περιέχει μια στάση καχυποψίας,  δυσπιστίας: α) απέναντι σε καθετί που λέγεται χωρίς να αποδεικνύεται, δηλαδή απέναντι σε γνώμες ή πεποιθήσεις που δεν πλημμυρίζουν τη ζωή του στοχασμού με επαλήθευση και βιωμένα νοήματα·  β) απέναντι στην πρόοδο της αμάθειας που αποδυναμώνει  την καλλιέργεια ενός εύρυθμου Λόγου και περιορίζει την ανάκτηση μιας αναδυόμενης από τον έλεγχο της αμφιβολίας βεβαιότητας· γ) απέναντι σε παραπλανητικές διδασκαλίες και θεωρίες, οι οποίες παρά το υψηλό επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης δεν μας απαλλάσσουν «από πολλές πλάνες που μπορούν να σκοτίζουν το φυσικό μας φως και να μας κάνουν λιγότερο ικανούς να λογικευόμαστε» (Ντεκάρτ).

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Γλώσσα και Πολιτική (1)



Η εξουσιαστική χρήση της γλώσσας

§1

Η γλώσσα ανήκει, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, στην πιο κοντινή γειτνίαση με το Είναι του ανθρώπου. Ως ανθρώπινα όντα, κατ’ αυτό το πνεύμα, συναντούμε παντού, πάντοτε και με κάθε τρόπο τη γλώσσα. Πώς κατανοείται κυρίως τούτη η συνάντηση; Ουσιαστικά ως ομιλία. Από την εποχή ακόμα του Αριστοτέλη, η ομιλία λογίζεται ως κατ’ εξοχήν πολιτικό ενέργημα, με το νόημα ότι ο πολίτης ομιλεί στον ανοικτό χώρο της αγοράς και λέγει ό,τι βούλεται. Η ομιλία τότε γίνεται η ελεύθερη πράξη στοχασμού και απόφανσης πέρα από κάθε καταναγκαστική επιβολή αλλότριων ιδεοληψιών, ιδεολογικών κατασκευών ή καθεστωτικών αντιλήψεων. Ετούτη η πράξη, ως αυτόνομη συμβολή σκέψης, δεν αποτυπώνει μόνο τη δυνατότητα του ανθρώπινου υποκειμένου να εκφράζεται, να εξωτερικεύεται, αλλά περισυλλέγει και αυτό που λέγεται, αυτό που μιλιέται. Η περισυλλογή του ομιλούμενου ή, πράγμα το ίδιο, του μιλημένου συνιστά ποιητικό επίτευγμα. Ποιητικό σημαίνει ελεύθερο, απρόσβλητο από την αερολογία της μαζικής κουλτούρας θεώρημα ζωής και κατ’ επέκταση την πιο αυθεντική πηγή ριζοσπαστικής πολιτικής. Να γιατί η ομιλητική πράξη, ως ποιητικό θεώρημα ζωής, νοηματοδοτεί το Είναι του ανθρώπινου κόσμου και η έλλειψη, η απουσία της ή η στρέβλωσή της, κατά τη Χάνα Άρεντ, οδηγεί αυτό τούτο τον κόσμο στην ολοσχερή καταστροφή και στον ολοκληρωτισμό. Πότε μια ομιλητική πράξη θεωρείται στρεβλή, εξουσιαστική και ολοκληρωτική;  Όταν τίθεται από τους εκάστοτε υπηρέτες της πολιτικής κυριαρχίας –με κοινοβουλευτικές μεταμφιέσεις ή με ωμά δικτατορικούς τρόπους– στην υπηρεσία της δικής τους εξουσίας.

§2

Η γλωσσική εγκαθίδρυση ενός αχαλίνωτου πολιτικού ωφελιμισμού στην κοινωνία οδηγεί στη θέσμιση της πιο τυραννικής πρακτικής. Όλα τότε είναι δυνατά: ο γλωσσικός κώδικας φτωχαίνει επικίνδυνα και κάθε πολιτική «αγόρευση» αποδεικνύεται μια άκρως νηπιακή εκφορά λόγου. Επειδή δε αυτή είναι νηπιακού επιπέδου, επιχειρεί να καθυποτάξει, να εκβιάσει, να τρομοκρατήσει, να χειραγωγήσει· κάτι που σήμερα συμβαίνει κατά κόρον στο  ελληνικό πολιτικό τοπίο, αλλά και ιστορικά το βλέπουμε να έχει ανθήσει σε ανελεύθερα καθεστώτα. Η γλώσσα γράφει  ιστορία: οι «αφηγήσεις» που συμβαίνουν σε κάθε περίπτωση μεταποιούνται στο μιλημένο της γλωσσικής πράξης. Όταν η τελευταία δεν είναι ποιητική, με το νόημα που μνημονεύθηκε πιο πάνω, τότε η καθίδρυση του μιλημένου γεννά απευθείας την πιο αυθαίρετη πολιτική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό της τελευταίας τούτης είναι η κατίσχυση της ανελέητης βίας, με τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς της εκπρόσωπους παράλληλα να δημαγωγούν ανενδοίαστα υπέρ της «δημοκρατικής», ακόμη και «σοσιαλιστικής» κοινωνίας.  Αξίζει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι το ελκυστικό όνομα του ναζισμού ήταν εθνικο-σοσιαλισμός. Αυτός ο τελευταίος διακρινόταν για αντικαπιταλιστικό ρητορισμό με αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Οι χιτλερικές «αφηγήσεις» τότε κινητοποίησαν τις ευρείες γερμανικές μάζες· και έχοντας εξαπατήσει τη συνείδηση των τελευταίων έγραψαν τη γνωστή ιστορία του 20ου αιώνα. Αντίστοιχες «αφηγήσεις» σήμερα, στην αναλογία της εγχώριας πολιτικής φιλαρχίας και του πιο απεχθούς εξουσιαστικού ηδονισμού, νομιμοποιούν την αξίωση για απόλυτη, πλανητική ισχύ, αδιαφορώντας για τον βίαιο αφανισμό ενός ιστορικού λαού.





Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

G.W.Fr.Hegel: Φιλοσοφία και γλώσσα




                                              Γκέοργκ Χέγκελ

Γλώσσα  και  σκέψη

§1

Ποιος είναι ο λόγος της φιλοσοφίας, κατά τον Χέγκελ; Ο λόγος που ομιλεί τη γλώσσα της δια-λεκτικής άρσης των αντιθέσεων της ζωής. Ετούτη η άρση σημαίνει ότι η φιλοσοφία δεν επιδιώκει μια τυπική ταυτότητα της ανθρώπινης σκέψης και μια εξίσου κατασκευασμένη, επινοημένη εξίσωση των πάντων με τα πάντα, αλλά την καλλιέργεια της πιο ζωντανής σχέσης ανάμεσα στις αντιθέσεις της ζωής· μιας σχέσης που επιτρέπει στους ανθρώπους  να σκέπτονται το θετικό μέσα από τη δύναμη του αρνητικού. Πώς κατανοείται η δύναμη τούτη; Σε καμιά περίπτωση ως μια καταστροφική δύναμη, ως ο Μεφιστοφελής που παντού θέλει να βλέπει συντρίμμια ή να προκαλεί συμφορές, παρά ως η αναζωογονητική δύναμη ή ικανότητα του λόγου να φωτίζει τις διαφορές και τις λεπτές αποχρώσεις  ανάμεσα σε ανθρώπους και πράγματα, να συλλαμβάνει κριτικά τις εσωτερικές τους αντιφάσεις και να αναδεικνύει την έννοια ή την ιδέα ως τη γλωσσική υπέρβαση των πιο ασαφών ή αδύναμων όψεων του πράγματος. Η γλωσσική τούτη υπέρβαση είναι η σκέψη που θέτει την υπέρβαση ως προσδιορισμένη άρνηση τινός και ανύψωσή του σε ένα ανώτερο ποιοτικό όλο. Το τελευταίο τούτο είναι το ρόδο της ανθρώπινης μοίρας, που σε κάθε στιγμή γυρεύει να μας συναντήσει και με χαμόγελο να μας προμηθεύσει το σπαθί, για να εξουδετερώνουμε τους γόρδιους δεσμούς, τους οποίους κάποιοι επιτήδειοι του δημόσιου βίου παρουσιάζουν ως αδήριτη αναγκαιότητα, ενώ στην πράξη τους κατασκευάζουν οι ίδιοι για να εκτρέπουν τα ισχυρά ρεύματα σκέψης και πράξης από τον αυτοκαθοριζόμενο δρόμο τους.

§2

Η γλώσσα έτσι εργάζεται με έννοιες για έναν ερωτηματικό προσανατολισμό της σκέψης, που θα υποβάλλει, κατά περίπτωση, το συμπτωματικό στην αναγκαιότητα του δια λόγου ελέγχου. Αυτή η γλώσσα χωρεί πάνω από ιδεολογικές ιχνογραφίες υπέρ του αλάθητου και δίνει τη δυνατότητα στη συνείδηση να ανακαλύπτει την πηγαία της αυθεντικότητα. Όσο η συνείδηση αφήνει την πηγαία της αυθεντικότητα να εκφράζεται και να μορφοποιείται περαιτέρω σε διανοηματικό λόγο αποδυναμώνει με δημιουργικό πάθος τη νωθρότητα της καθημερινής κουβέντας και αρχίζει να ενδιαφέρεται για τα πιο υψηλά επιτεύγματα του πνευματικού πολιτισμού. Μια τέτοια συνείδηση τότε, εάν κληθεί από τις περιστάσεις να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή εάν χρειάζεται να εκφραστεί ως πολιτική συνείδηση, δεν θα συγχέει τον ως άνω πολιτισμό με την αντικουλτούρα του σκυλάδικου, όπως συμβαίνει με τα αδηφάγα πολιτικά ερπετά της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής· απεναντίας θα βρίσκει το θάρρος της σκέψης να ρωτά και να διερωτάται τι είναι πολιτισμός, τι είναι αληθινό, τι είναι πολιτική κ.λπ. και κατ’ αυτό τον τρόπο να ανα-χωρεί για νέους κόσμους σκεπτόμενης δράσης και μάλιστα πολιτικής δράσης, η οποία θα εισχωρεί στη νοηματική ρίζα των πραγμάτων και δεν θα εγκαθιστά σε υπουργικούς  θώκους αντιαισθητικούς θαμώνες των πιο σκοτεινών καπηλειών ή "αυλικούς με τερατώδεις προσωπίδες" (Σεφέρης), έτοιμους να μετατρέψουν την πατρίδα τους σε "τόπο βοσκής για τις γκαμούζες" (Σεφέρης).