Κυριακή 27 Μαΐου 2012

M. Heidegger: άνθρωπος ή μαζάνθρωπος;




Martin Heidegger
1889-1976


Προς ένα αυθεντικό υπάρχειν μέσα στον κόσμο


§1

Πώς σκέπτεται ο Χάιντεγκερ τον άνθρωπο; Μέσα από μια συναστρία της μεριμνώσας ύπαρξης, του Είναι, της ιστορίας, της σκέψης, της γλώσσας και της ποίησης. Σε κάθε περίπτωση βέβαια αυτή η συναστρία, σε σχέση με τον άνθρωπο, λέγεται από τον φιλόσοφο υπό την έννοια και τη μορφή του Dasein. Ετούτη η λέξη στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ποικιλοτρόπως: ύπαρξη, παρείναι ή πάρειμι, ώδε-Είναι, εδωνά-Είναι, ενθάδε-Είναι, παρόν κ.λπ. Όλες αυτές οι ερμηνείες συνέχονται από ένα κοινό στοιχείο: από το Είναι (Sein) και από το Da [=εδώ, ενθάδε, εκεί …] αυτού του Είναι. Και όταν συνδέονται με τον άνθρωπο του προσδίδουν έναν προ-ορισμό: να Είναι αυτό που Είναι εδώ, εκεί, παντού και πουθενά, τώρα, χθες, αύριο, πάντοτε, κάποτε ή και ποτέ. Ως φαίνεται, ο άνθρωπος προ-ορίζεται να υπάρχει μέσα από έναν οντολογικό δεσμό προς το Είναι. Προ-ορίζεται να είναι αυτός ο δεσμός. Άρα, ως τέτοιος, δεν είναι μια απλή ύπαρξη, την οποία στην παραδοσιακή της ορολογία γνωρίζουμε ως υποκείμενο, ψυχή, συνείδηση, άτομο, πρόσωπο, πνεύμα κ.λπ. Οπωσδήποτε ρίχνεται μέσα στον κόσμο ως ύπαρξη ή ως ένα ον ανάμεσα στα άλλα πολλά όντα. Σε αντίθεση όμως με όλα τούτα τα όντα, αυτός ως προ-ορισμός βρίσκεται πάντοτε καθοδόν προς το ξέφωτο του Είναι.

§2

Το καθοδόν προς το ξέφωτο του Είναι όμως δεν νοείται ως μια συνεχής πρόοδος, μια προς τα μπρος πορεία, μια αν-οδική και ανώδυνη, αισιόδοξη και ασφαλής κίνηση προς κάποιον επίγειο ή επουράνιο παράδεισο που μας περιμένει σε κάποιο ενθάδε του μέλλοντος για να λυτρώσει την τεθλιμμένη μας ύπαρξη και όλοι τότε να ζούμε ευτυχισμένοι και ίσοι προς αλλήλους, όπως φτηνά και ανόητα προπαγανδίζουν οι κάθε λογής πολιτικοί-«φιλοσοφικοί», θεολογίζοντες υπάλληλοι των εξουσιαστικών ιδεολογιών. Απεναντίας νοείται ως μια προ- και συγχρόνως προσ(ς)-κληση του Είναι προς τον άνθρωπο: κλήση και έκκληση του Είναι προς αυτόν να μη λησμονεί αυτό που προ-ηγείται ιστορικο-χρονικά και το οποίο εν μέρει ή εν πολλοίς τον έχει προ-καθορίσει. Να μη λησμονεί σημαίνει να ξανασκεφτεί αυτό που έχει ήδη κάποτε σκεφτεί ή έχουν άλλοι σκεφτεί από διάφορες αφορμές· να το ξανασκεφτεί με τον τρόπο που απαιτεί η παροντική του ύπαρξη, αυτό τούτο το Dasein του, προκειμένου να επιτελέσει τον οντολογικό του προ-ορισμό. Κατά πόσο λοιπόν ο άνθρωπος αντιμετωπίζει σκεπτόμενος ή αγελαία αυτό που εκάστοτε συμβαίνει,  μπορεί να αποφεύγει την καταβαράθρωσή του ή να την προσυπογράφει και με δικές του ευλογίες.

§3

Σε επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής πρακτικής –και ιδίως ελλαδικής εκδοχής– το πιο πάνω Χαϊντεγκεριανό θεώρημα εκπέμπει πολλά και τρίσβαθα νεύματα σκέψης, που είναι ικανά να διαλύουν τα αξεδιάλυτα σκοτάδια, με τα οποία μια κίβδηλη πολιτική πολιτικών μισθοφόρων περισφίγγει το ανθρωπίνως υπάρχειν της κοινωνίας (μας). Το ερώτημα λοιπόν ηχεί ως εξής: μπορεί ή δεν μπορεί το ανθρώπινο Dasein μας να αναλάβει το δικό του ίδιον Είναι, να το ανακτά εκ νέου και δυναμικά; Ο Χάιντεγκερ απαντά ότι μπορεί, στον βαθμό που αποφασίζει για αυτό. Πολλοί άνθρωποι της ελλαδικής κοινωνίας, που το Dasein τους έχει μαζοποιηθεί, ποδοπατηθεί, εκφυλιστεί, καταπροδοθεί από τους προαναφερθέντες πολιτικούς μισθοφόρους, τι αποφασίζουν: να συνεχίσουν να ζουν αναυθεντικά, εξανδραποδισμένοι, ή να τολμούν να έρχονται σε μια απόφαση που μόνο αυτή ιδιάζει στην αυθεντικότητα της ύπαρξής τους;  Κάθε πολιτική πράξη, μας λέει ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μια μηχανική επανάληψη, αλλά ως ένα ισχυρό ρήγμα, ως ξέσπασμα, ως έκρηξη που διανοίγει τους φραγμένους δρόμους του ιστορικού Είναι του ανθρώπου. Ούτε στις μικρές πράξεις του καθημερινού βίου ούτε στις μεγάλες πράξεις του ιστορικού του Είναι δεν προ-ορίζεται το ανθρωπίνως υπάρχειν να είναι το «έσχατο θύμα  ενός προ πολλού διαπραττόμενου λάθους» (Χάιντεγκερ). Ως ένα τέτοιο θύμα συνιστά τη μαρτυρία για ένα νέο ξεκίνημα.  

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Η ομίχλη της πολιτικής αντιπροσώπευσης



Δημοκρατία και πολιτική ισότητα


§1

Καθ’ όλη την ιστορική ανάπτυξη της έννοιας, αλλά και της πρακτικής της πολιτικής ισότητας φαίνεται να έχει επιδιωχθεί η δυνατότητα να συμμετέχουν οι πολίτες, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Πώς επιχειρήθηκε η υλοποίηση μιας τέτοιας δυνατότητας; Με τον τρόπο ή τη μέθοδο της δημοκρατίας. Ένα τέτοιο μέλημα απασχόλησε, πρωτίστως, την αρχαία ελληνική σκέψη και αναζωπυρώθηκε επειγόντως με τη συγκρότηση των αστικών κρατών. Έκτοτε αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται διάφορες πολιτικές θεωρίες, νεωτερικής ή μετανεωτερικής υφής, γύρω από τις δυνατές μορφές «δημοκρατικής διακυβέρνησης». Μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι η έννοια της δημοκρατίας έχει χρησιμοποιηθεί, στη θεωρία και την πράξη, με τους πιο διαφορετικούς τρόπους. Στην αρχαία Αθήνα, ας πούμε, η δημοκρατία λειτούργησε, στην αναλογία του ιστορικού χρόνου, υπό μια μορφή άμεσης δημοκρατίας. Στην νεωτερική, ήτοι μετανεωτερική εποχή, η δεσπόζουσα μορφή δημοκρατίας είναι η λεγόμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

§2

Η τελευταία τούτη μορφή «δημοκρατικής διακυβέρνησης», στο πλαίσιο του αστικού συστήματος κυριαρχίας, έχει γίνει το άγιο εικόνισμα, που ασπάζονται, με όλη την ελαφρότητα ή βαρύτητα του Είναι τους, από κοινού διαφθορείς και υπερασπιστές της δημοκρατίας. Πού βρίσκεται εν τέλει η αλήθεια; Το πολιτικό φαινόμενο της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» έχει μια σχετική και όχι απόλυτη αξία, καθ’ όλη τη διάρκεια των ιστορικών του εφαρμογών. Σε εποχές, για παράδειγμα, που οι λαοί στερούνταν το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας, μια τέτοια πολιτική έκφραση ήταν το ζητούμενο. Στις εποχές μας, με τον ανεξέλεγκτο εκφυλισμό και την απερίγραπτη διαφθορά του εν λόγω πολιτικού συστήματος, το ως άνω φαινόμενο είναι το διερευνώμενο. Δημοκρατία δεν μπορεί πλέον να είναι μόνο η κατάκτηση του δικαιώματος της καθολικής ψηφοφορίας, άμεσης και μυστικής, και η εκπροσώπηση του λαού στο κοινοβούλιο μέσω «αντιπροσώπων» του. Η εκπροσώπηση και η αντιπροσώπευση έχει χάσει προ πολλού την ονομαστική της αξία, γιατί δεν αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα απέναντι στην καταχρηστική άσκηση της εξουσίας. Ο ιστορικός χρόνος είναι ασυνεχής και δεν αφήνει περιθώρια για ιδεολογικές αυταπάτες, που στο όνομα της "αντιπροσώπευσης" νομιμοποιούν την πολιτική κυριαρχία των επαγγελματιών γραφειοκρατών και των αδίστακτων δοσίλογων. 

§3


Σε σχέση με την εκφυλισμένη μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης, ο Χέγκελ, κατά το πρότυπο του Ρουσσώ, αποφαίνεται με μοναδική ακρίβεια στη Φαινομενολογία του πνεύματος § 588: «όπου ο Εαυτός είναι παρών μόνο δια αντιπροσώπευσης ή ως μια απλή ιδέα, εκεί αυτός δεν είναι πραγματικά· όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι». Το γεγονός ότι ο λαός, ως εκλογικό σώμα, ψηφίζει αντιπροσώπους (του) κάθε τέσσερα χρόνια δεν σημαίνει ότι αμφισβητεί και το σύστημα εξουσίας, που έχει ως οντολογικό-κοινωνικό του θεμέλιο τον πλούτο και τους πλούσιους και το οποίο παράγει κάθε είδους εξαθλίωση των μαζών. Ένα τέτοιο εκλογικό σώμα δεν διαθέτει ή δεν αποκτά αυτομάτως με την ψήφο του την θεσμική ικανότητα να συντρίψει το σάπιο πολιτικό σύστημα και να ευαγγελισθεί μια νέα οικοδόμηση της κοινωνίας και εγκαθίδρυση της Πολιτείας, με το αριστοτελικό νόημα, ως Ισο-Πολιτείας. Η κοινότητα ίσων πολιτών είναι άπιαστο όνειρο για την πλειοψηφία του λαού και αντ’ αυτής έχουμε μια «κυβέρνηση [που] είναι μόνο η κάστα που νικάει» (Χέγκελ, Φαινομενολογία του πνεύματος § 591). Αυτή η κάστα, σύμφωνα με τον Μαρξ, πλημμυρίζει τις καρδιές των ανθρώπων με ψευδαισθήσεις ότι συμμετέχουν στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Στην ουσία πρόκειται για μια διαχειριστική ομάδα που αντικατοπτρίζει τις αστικές σχέσεις κυριαρχίας και την άκαρδη εξουσία ενός διεφθαρμένου ως το κόκαλο πολιτικού προσωπικού. Το ζητούμενο λοιπόν έρχεται και πάλι στο προσκήνιο: αντιπροσωπευτική ή άμεση δημοκρατία;

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Π. Κονδύλης: Θεωρία και πράξη της απόφασης (Ι)



                                                                  
Παναγιώτης Κονδύλης
1943-1998


Απόφαση και κοσμοεικόνα

§1

Πώς ορίζει την απόφαση ο Π. Κονδύλης; Ως «πράξη ή διαδικασία αποκοπής ή αποχωρισμού (γερμανικά: Ent-scheidung), από την οποία προκύπτει μια κοσμοεικόνα κατάλληλη να εγγυηθεί την ικανότητα προσανατολισμού την αναγκαία για την αυτοσυντήρηση»[1]. Για να υλοποιείται μια τέτοια –ή και οποιαδήποτε– πράξη προϋποτίθενται ως κύρια, ανάμεσα σε πολλά άλλα δευτερογενή, δυο τινά: ένα υποκείμενο και ένα αντι-κείμενο. Το μεν πρώτο αποφασίζει, το δε δεύτερο υπάρχει αντι-κειμενικά ως ένας ανομοιογενής κόσμος  που για τον λογισμό, τα ενδιαφέροντα ή τα συμφέροντα του υποκειμένου, γενικώς για το αυτοσυντηρούμενο Είναι του συγκεκριμένου υποκειμένου, άρα και για την εικόνα, την αντίληψη που τούτο εδώ έχει για τον κόσμο, δεν απηχεί ή δεν εξυπηρετεί εξειδικευμένα νοήματα, καθορισμένες βλέψεις, προσανατολισμούς ή ανάγκες, γενικώς το βουλησιαρχικό, το προς αυτοσυντήρηση ή το κοσμοθεωρητικό του πράττειν. Αυτή η αντικειμενική κατάσταση, σε κάθε περίπτωση, προϋπάρχει, είναι πρωταρχική-αρχέγονη κατάσταση, χωρίς ιδιαίτερες επεξεργασίες, η οποία αποκτά πιο ειδικά νοήματα και εκτυλίσσεται περαιτέρω σε έναν πιο οργανωμένο, πιο τακτοποιημένο και έτσι πιο αξιόπιστο ή αποδεκτό κόσμο  για το ίδιο το υποκείμενο από τις αποφάσεις, ήτοι την Απόφαση του τελευταίου τούτου.  Αυτή η Από-φαση προορίζεται να χωρίσει, να αποκόψει διαμερίσματα, τμήματα, ενδογενή στοιχεία του δεδομένου προκαταρκτικού κόσμου και να τα μοιράσει πρωτίστως σε ενδιαφέροντα και μη-ενδιαφέροντα. Στη βάση αυτού κυρίως του διαχωρισμού, της κατάταξης ή της διευθέτησης, απαρτίζει το υποκείμενο ένα πρώτο, πρό-χειρο σχέδιο της κοσμοεικόνας ή της κοσμοθεωρίας του.

§2

Η Απόφαση, ως έννοια, είναι μία και τείνει να νομιμοποιείται ως κοσμοθεωρία, κοσμοεικόνα εν γένει. Οι αποφάσεις όμως  είναι πολλές και μας παραπέμπουν σε εξίσου πολλές κοσμοθεωρίες ή κοσμοεικόνες. Γιατί είναι πολλές; Επειδή υπάρχουν πολλά υποκείμενα αποφάσεων με  αντιστοιχία σε ένα σύνολο προκαταρκτικών κόσμων.  Ετούτο το σύνολο έχει τον χαρακτήρα αυτού που υπάρχει αντικειμενικά και το οποίο, ως αντικειμενικά υπαρκτό, «δονείται» εκάστοτε από τους φαινόμενους κόσμους που κατασκευάζει η απόφαση του υποκειμένου.  Ετούτοι οι φαινόμενοι κόσμοι είναι οι δυνατοί κόσμοι της κοσμοθεωρητικά προσανατολισμένης απόφασης του υποκειμένου και της ερμηνευτικής της/του προοπτικής. Με δεδομένο ότι η απόφαση, καθότι πράξη αποκοπής, είναι λιγότερο ή περισσότερο βιασμός του αντικειμενικά υπαρκτού, το πεδίο δράσης του υποκειμένου καθορίζεται σχεδόν ασφυκτικά από τα όρια αυτής της απόφασης και της κοσμοεικόνας της. Το υποκείμενο συναναστρέφεται τόσα όσα του προσφέρει αυτή η κοσμοεικόνα. Κατασκευάζει εχθρούς και φίλους δυνάμει της τελευταίας τούτης. Τούτο σημαίνει ότι εχθροί και φίλοι συνάπτονται με ανάλογες αποφάσεις –εκ μέρους του υποκειμένου– για υπεράσπιση, προβολή, καθίδρυση της κοσμοεικόνας του. Σημαίνει, κατ’ επέκταση, ότι η κοσμοεικόνα είναι ο μάρτυρας και ο ρυθμιστής της ταυτότητας του υποκειμένου. Άρα και ο αγώνας για την υπεράσπισή της είναι απόφαση αυτοδικαίωσης, κάτι που του επιτρέπει κατά κανόνα να βλέπει μόνο πώς θα μπορεί να βρίσκει την ανύψωσή του μέσα στην κοσμοεικόνα και όχι πόσο ίσως υπολείπεται του αληθινού εαυτού του.   






[1] Π. Κονδύλης: Ισχύς και απόφαση, σ. 23.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

E. Bloch: Η ουτοπία ζει μέσα στο παρόν





Ερνστ  Μπλοχ
1885–1977

Η ουτοπία μέσα στην ιστορία

§1

Ο γερμανός φιλόσοφος Ε. Μπλοχ αποτέλεσε παράδειγμα ενός πραγματικά μη-συστημικού διανοητή. Ανέπτυξε την προσωπική θεωρητική του συνείδηση σε ουσιώδη εναρμόνιση με την ιστορική προοπτική ενός μαρξικού οράματος, που δεν εννοούσε να υποτάσσεται στους ποικίλους πολιτικούς καταναγκασμούς  ενός γραφειοκρατικού, οικονομίστικου, κρατιστικού «μαρξιστικού» παραδείγματος. Η αυθεντικότητα της σκέψης του δεν του άφησε ούτε για μια στιγμή περιθώρια να μεταποιήσει εαυτόν σε έναν διανοούμενο–απολογητή ελεγκτικών μηχανισμών και καταπιεστικών πολιτικών μορφωμάτων. Ο πυρήνας της φιλοσοφίας του θα μπορούσε να συνοψισθεί στο εξής: φύση και ανθρώπινη ιστορία κυοφορούν τις προϋποθέσεις για ένα νέο πρόταγμα ζωής που αφενός περιέχει κάτι το ανολοκλήρωτο, είναι δηλαδή ένα όχι ακόμη Είναι, και αφετέρου εκφράζει μια νέα κατάσταση, μια εντελώς ανέκδοτη πραγματικότητα, που δεν μπορεί να ακολουθεί υποχρεωτικά οποιουσδήποτε πρότερους ή συγχρονικούς σχεδιασμούς. Η ουσία της ουτοπίας του έτσι μέσα στην ιστορία συλλαμβάνεται ως μια οντολογική καινοτομία με το νόημα ότι η υπάρχουσα κοινωνική, πολιτική, οικονομική κ.λπ. κατάσταση, το ίδιο το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα, περιέχει μια λανθάνουσα δυνατότητα του νέου, αλλά όχι ακόμα πραγματοποιημένου. Έτσι οποιαδήποτε θεωρία ή σχεδιασμός κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής είναι σε θέση να περιορίζει ή να ελέγχει πιθανές εγκεφαλικές ή αφηρημένες διεκδικήσεις του νέου.  

§2

Σημαντικό επίσης, στο πλαίσιο της φιλοσοφικής ουτοπίας του Μπλοχ, είναι η σύλληψη της «μη-συγχρονικότητας». Πρόκειται για μια φιλοσοφική καινοτομία, ικανή να θραύει εκείνη τη μηχανιστική αντίληψη που αντιμετωπίζει τον ιστορικό χρόνο ως μια ομογενή ροή μπρος–πίσω. Κατ’ αυτό τον τρόπο αποδομείται η γραμμική αντίληψη της ιστορικής εξέλιξης και εισέρχεται μέσα στην ιστορική και υπαρκτική μας παρουσία η δυνατότητα του πολλαπλού, του πολύμορφου, του σχετικά ορθού και αληθινού. Η μη-συγχρονικότητα έχει λοιπόν ιδιαίτερη αξία ως ένα είδος πολλαπλών διαστάσεων του ιστορικού χρόνου. Στη συνάφεια τούτη μας διανοίγει ορισμένως σε μια οδό σκέψης και πράξης, συμπεριφοράς και τρόπου ζωής, όπου τα δυο πιο επικίνδυνα άκρα για το ίδιο μας το Dasein, το απολύτως απόλυτο και το απεριόριστα σχετικιστικό, αποδυναμώνονται, απενεργοποιούνται και αποκαθηλώνονται. Στον μεγάκοσμο της κοινωνικής και πολιτικής πρακτικής τούτο σημαίνει, ανάμεσα στα άλλα,  ότι απομυθοποιούνται οι εκάστοτε «σωτήρες» του Έθνους και αποκαλύπτονται ως αστικές-εξουσιαστικές μετριότητες που είναι «ικανές» μόνο για ένα πράγμα:  να αναπαράγουν το βάρβαρο και το χυδαίο. Η υπό συζήτηση όμως ουτοπία έχει και ένα ακόμη στοιχείο που την καθιστά ζωντανή και σπουδαία. Ένα πολιτικό και κοινωνικό κίνημα απελευθέρωσης αγωνίζεται στο παρόν όχι μόνο για να καταργήσει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, αλλά εν ταυτώ και για να προσχεδιάσει, να προεικονίσει, εδώ και τώρα, τη λανθάνουσα δυνατότητα μιας ανθρώπινης ευτυχίας, μιας ολικής απελευθέρωσης που μόνο στο μέλλον μπορεί να ολοκληρωθεί. Έτσι δύναται να αποκτά αδιάψευστο νόημα κάθε παροντικό, εάν δεν θέλει να χάνεται μέσα στην ανυποληψία και την ανημποριά.


Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Κ. Παλαμάς: Η ποιητική και το ηθικό-κοινωνικό (ΙΙ)




Κωστής  Παλαμάς
1859-1943

Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου:
Ο Ερχομός

§1

Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου είναι το κορυφαίο και το πιο ποιητικό έργο του Παλαμά. Οι κεντρικές φιλοσοφικές του θεμελιώσεις έλκουν την προέλευσή τους από τη φιλοσοφία του Νίτσε και δη από τις συλλήψεις του περί του υπερανθρώπου, του θανάτου των θεών, της καταστροφής των ειδώλων, της «ηθικής» των δούλων, του πολέμου ως ζωοδότη και δημιουργού του ρυθμού, της αρμονίας, κ.λπ. Τέτοια, νιτσεϊκής κυρίως υφής, φιλοσοφικά ερείσματα δημιουργούν τους αναγκαίους ποιητικούς όρους, ώστε να πλημμυρίζει το έργο με οραματικά νοήματα που «ξαναμιλιούνται» (Παλαμάς) με τον τρόπο του αισθήματος και γίνονται ένα διαρκές παρόν στοχαστικής ανάβλεψης. Τελικά τι σημαίνει για τον ποιητή Δωδεκάλογος του Γύφτου; Σημαίνει τους Δώδεκα Λόγους που ο ήρωας του έργου, ο Γύφτος–ποιητής –και ο Γύφτος όχι μόνο ως ο ποιητής–   απ-αγγέλλει υπό τη μορφή εκρηκτικών διαχύσεων της λυρικής σκέψης.

§2

Ο Πρώτος Λόγος φέρει τον τίτλο: Ο Ερχομός. Τίνος αγγέλλεται ο Ερχομός; Του Γύφτου και του Ποιητή ως φορέα της ποιητικής σκέψης. Ο Γύφτος δεν κατονομάζεται ευθύς εξαρχής και έτσι αναλαμβάνει να μιλήσει ο Γύφτος- Ποιητής. Τα πρώτα λόγια του συμπυκνώνουν την πεπτουσία όλου του ποιητικού λέγειν ως συλ-λέγειν:

Τ’ αξεδιάλυτα σκοτάδια
τα χαράζει μια λιγνή λευκότη
νυχτοφέρνοντας και αυτή·
και είτανε του νου μου η πρώτη
χαραυγή.

Η αφετηρία, ποιητική και ιστορική, παραπέμπει σε αξεδιάλυτα σκοτάδια: ποιητική –δηλαδή ως δημιουργική πνοή– γιατί ο Ερχομός των Γύφτων στο κέντρο της ιστορικής ζωής [=Βυζάντιο πριν την άλωση, Ευρώπη πριν την Αναγέννηση], αλλά και στην κοινωνική-πολιτική πραγματικότητα της Πόλης [=Κωνσταντινούπολη]  συνιστά μια ενατένισημε την ευαίσθητη χορδή της ποιητικής λύρας– η οποία βαθμιαία θα αρχίσει να προβάλλεται ως συνειδητή πράξη αντίθεσης ανάμεσα στον αν-αρχο λαό των Γύφτων και την οργανωμένη –απόλυτα διεφθαρμένη– κοινωνία, όπως απεικονίζεται στο παράδειγμα της καλπάζουσας παρακμής της Πόλης.

§3

 Η συνειδητή πράξη αναδύεται αργά και κοπιαστικά, ως εναντίωση στο σαπρό, και ως τέτοια νυχτοφέρνει. Ιστορική αφετηρία: όλο το περιεχόμενο της ποιητικής εικόνας [=ερχομός, ενατένιση, βαθμιαία συνειδητοποίηση κ.λπ.] εγγράφεται ως μια ελπιδοφόρα ιστορική αφετηρία, ένα πρώτο μάγμα ενθάρρυνσης για την αναγέννηση του Νέου Ελληνισμού μέσα από τις στάχτες του. Υπό μια γενική επισκόπηση, ο Πρώτος Λόγος επέχει θέση εισαγωγής στο όλο ποιητικό σύνθεμα και πραγματεύεται δυο κυρίως θεματικές, που στους επόμενους Λόγους συγκροτούν επί μέρους ή διεξοδικότερες παρουσιάσεις. Η πρώτη θεματική σχετίζεται με την παρουσία –δια του ποιητή– του λαού των Γύφτων ως του απέναντι, του άλλου, του παρά-νομου, του αντί-θετου προς τη  νόμιμη –αλλά αφάνταστα διεφθαρμένη– πολιτεία και κοινωνία, η οποία όμως ιστορικά ιδωμένη είναι καταδικασμένη σε θάνατο από τις ίδιες τις δικές της αμαρτίες. Ο ποιητής εδώ είναι ο Λόγος που καταγγέλλει την πολιτική σήψη και συγχρόνως αγγέλλει την ανόρθωση έξω απ’ αυτήν. Η δεύτερη θεματική αναδεικνύεται ως αντινομία ανάμεσα στο λαό-μάζα των Γύφτων και τον Γύφτο-Ποιητή, το συνειδητό Είναι του ιστορικού γίγνεσθαι. Πάντοτε ο τελευταίος ως τέτοιο Είναι, ως προ-φήτης, ως υπεράνθρωπος, ως το αντίπαλο δέος του μαζάνθρωπου, αυτοπροσδιορίζεται:

Κ’ έτσι στα πανάλαφρα,
στα πανύψηλα έτσι εγώ είμουν
μέσα στους ξεχωριστούς
ο ξεχωριστός εγώ είμουν
όλα μέσα μου τα νιάτα
κι όλα τα γεράματα
και τους σπόρους και τις μήτρες
κλειώντας αξεχώριστα!

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Κ. Παλαμάς: Η ποιητική και το ηθικό-κοινωνικό (Ι)



Κωστής  Παλαμάς
1859­-1942

Ο Δωδεκάλογος  του Γύφτου

§1

Η περίπτωση του Κωστή Παλαμά είναι μια περίπτωση ποιητή, όπου η ποιητική πηγή ανάγεται πρωτογενώς στον ποιητή του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, στον Δ. Σολωμό. Έτσι, η ποιητική του παρουσία αντλεί συνεχώς την αυθεντικότητά της από τον τρόπο που ο ίδιος συλλαμβάνει την αλήθεια του ως άνω ποιητικού Είναι. Ποιος είναι αυτός ο τρόπος; Είναι η κλήση που εκπέμπει το σολωμικό-ποιητικό Είναι –ως   τραγικό Είναι της Ελλάδας– και η οποία δεν αφήνει ασυγκίνητη την λυρική σκέψη του Παλαμά.  Στη δική του εποχή και με τον δικό του τρόπο, ο ποιητής ταυτίζει πλήρως την ποιητική του ενέργεια με τη «μοίρα» της Ελλάδας· μια μοίρα (Geschick), που συνάμα είναι και προορισμός της ύπαρξης της πατρίδας. Γι’ αυτό και η εν λόγω ποιητική ενέργεια δεν κινείται τυχαία, αλλά ως αυθεντική –και όχι λιγότερο δραματικήεμβίωση αυτού που συμβαίνει «μοιραία». Τι συμβαίνει «μοιραία»; Η καταστροφική ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Όπως αναφέρει ο Ι. Συκουτρής, ο Παλαμάς, ως πατριώτης, είναι παιδί του ’97 και η εμπειρία τούτη έθετε τη μόνιμη σφραγίδα στην πατριδολατρία του.

 §2

Η πατριδολατρία του Παλαμά δεν εκδηλώνεται ούτε διατυμπανίζεται με πολιτικά μανιφέστα  ή υιοθετήσεις ασυνάρτητων πολιτικών προγραμμάτων, αλλά με ποιητικές συνθέσεις μακράς πνοής. Τέτοια σύνθεση, πάνω απ’ όλα είναι, ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Το συγκεκριμένο έργο γράφτηκε ανάμεσα στο 1899 και 1906 και με πρόσφατες τις συγκλονιστικές εμπειρίες του 1897. Σε κάθε περίπτωση βέβαια η ποιητική πράξη του ποιητή μας δεν λειτουργούσε ως θεραπαινίδα της πατριδολατρίας του παρά διεκδικούσε την προβολή μιας αυτόνομης λυρικής σκέψης με ηθικο-κοινωνική αποστολή. Ρητά ο ποιητής αυτοπροσδιορίζεται στον Πρόλογό του στον Δωδεκάλογο του Γύφτου ως εξής: «δεν μπορεί να είμαι μονάχα ο ποιητής του εαυτού μου· είμαι ποιητής του καιρού μου και του γένους μου, κι ό,τι μέσα μου κρατώ δεν μπορεί να χωριστεί από την έξω πλάση». Ως ποιητής του καιρού του και του γένους του πυροδότησε κυριολεκτικά επανάσταση στην ελληνική ποίηση: συνδύασε την ποιητική ακρίβεια της μορφής με τη βαθύτητα των περιεχομένων, ενώ συγχρόνως έπλασε μια ποιητική γλώσσα –μάλιστα τη στιγμή που οι βίαιες συγκρούσεις για το γλωσσικό ζήτημα ήταν απρόβλεπτες– που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους θεμέλιους λίθους της αισθητικής της νεοελληνικής γλώσσας.

§3

Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον ποιητή ως επικολυρικό ποίημα με όχι και τόσο απλά νοήματα. Λυρικό και επικό στοιχείο πράγματι δεν διαχωρίζονται εύκολα, εάν εξετάσει κανείς όλο το σώμα και την πλοκή του ποιήματος. Το λυρικό στοιχείο ωστόσο διέπει την ποιητική σκέψη του Γύφτου-Ποιητή και «επιβάλλει» την παρουσία του ως μια ζωντανή, μαχητική εικονιστική σκέψη. Ακριβώς ετούτη τη σκέψη ο ποιητής αποκαλεί: λυρική σκέψη. Η δυναμική αυτής της σκέψης εντοπίζεται περίπου στο εξής: η ποιητική εικόνα μεταπλάθει την ιδέα, τη σκέψη, την αίσθηση ή την εντύπωση που έρχεται έξωθεν στον λογισμό του ποιητή. Τη μεταμορφώνει σε μια ενιαία παράσταση του Νιτσεϊκού Απολλώνιου και Διονυσιακού στοιχείου, σε μια απεικονιστική πραγματικότητα, όπου συνδυάζονται τα στοιχεία της εικόνας με το συμβαίνον τραγικά. Όταν για παράδειγμα στον Λόγο Ε΄ ο Παλαμάς επιχειρεί να δείξει την αξία που έχει η αναβίωση του πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας χρησιμοποιεί την εικόνα για να καταδείξει την αναγκαία του ιστορικότητα, χωρίς να πλήττεται από προγονοπληξία. Γράφει σχετικά:
                                            Κάνα πάπυρο κι αν εύρω
                                            τόνε καίω για να πετύχω
                                             ζέστα ή φως·
                                                         …
                                             Κι απ’ τη φλόγα κι απ’ την πύρη
                                              γύρω μου πουλιά και δέντρα
                                                             …
                                              κι όλη η φύση πνέμα γίνεται
                                              και μου κρυφοψιθυρίζει
                                              λόγια μαντικά.

Η παρούσα εικόνα παριστά τη δημιουργική αξία των αρχαίων από μια θέση που βρίσκεται έξω από την αρχαία πραγματικότητα. Από το παρατηρητήριο του σήμερα ποιητικά προ-βάλλει –δεν επιβάλλει– την αναγκαιότητα καθορισμένης τους αξιοποίησης στο παρόν. Η καθορισμένη αξιοποίηση αποτρέπει τις εμμονές για επιστροφή χωρίς όρους στους αρχαίους και επιτρέπει μέσα από την ορισμένη καταστροφή να ξανασκεπτόμαστε την ανάταση, τη δημιουργία, την αναγέννηση.  Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στην ανάλυση του Δωδεκάλογου του Γύφτου σε επόμενη ανάρτηση, η αλληλουχία των εικόνων εκτυλίσσεται διαλεκτικά και αποτυπώνει τον κανόνα αρμονίας του όλου περιεχομενικού πλέγματος.