Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Γ. Σεφέρης: το κενό του νεωτερικού μας Είναι



Γιώργος Σεφέρης
1900–1971

Από το κενό στη νοσταλγία της ύπαρξης  

§1
Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ι. Κάποτε ο Χάιντεγκερ, ως διεισδυτικός μελετητής βαθυστόχαστων ποιητών, αποτόλμησε, κατά το πρότυπο του Χέλντερλιν, να αποφανθεί: η ποίηση, ως προς την ουσία της, είναι νοσταλγία. Και επειδή δεν ξεχώριζε τη φιλοσοφία –και δη τη φιλοσοφία του Dasein, δηλαδή της ύπαρξης ως παρόντος-Είναι– από την ουσιαστική ποίηση, σημείωνε περαιτέρω: η ουσία της φιλοσοφίας είναι νοσταλγία.

ΙΙ. Η νοσταλγία είναι κεντρικό μοτίβο και στο ποίημα του Σεφέρη ο Βασιλιάς της Ασίνης που μας ενδιαφέρει εδώ. Μπορεί ο ποιητής να δήλωνε, σε δεδομένες ευκαιρίες, ότι δεν είναι φιλόσοφος, αλλά με τούτο δεν εννοούσε πως επιλέγει το άσκεπτο. Απεναντίας εκκινούσε από την αναγκαιότητα να βρίσκεται στο κέντρο της ποιητικής ουσίας, καταπώς η τελευταία κατανοούνταν περίπου από τον Χάιντεγκερ· δηλαδή να  χωρεί πέρα από σχηματικές, αφηρημένες και αποκομμένες από την πραγματικότητα (της ύπαρξης) έννοιες και να αφοσιώνεται στη Φαινομενολογία της ανθρώπινης ύπαρξης.

ΙΙΙ. Μια τέτοια αφοσίωση σημαίνει να καλλιεργεί την ποιητική γλώσσα –όχι απλώς ως τεχνική, αλλά κυρίως ως ρέουσα και ζωντανή σκέψη– με τέτοιο τρόπο, ώστε να μιλά ρητά, αλλά όχι και τετριμμένα για ό,τι βλέπει αγγίζει, ακούει, βιώνει. Ρητός τρόπος του ποιητικού λέγειν, για τον Σεφέρη, είναι να συλ-λογίζεται (στ. 47) πάνω στο ανθρώπινο πάσχειν, γιατί και ο ίδιος  ταυτίζεται ως ποιητής-δημιουργός με αυτό το πάσχειν. Αυτή η ταύτιση εκ-δηλώνεται, πέραν των άλλων, με την καθαρότητα της ποιητικής φωνής, με τη ρυθμική της διακύμανση ως προς την ένταση, με την καίρια εκφραστικότητα [=ό,τι λέγεται με τον ένα τρόπο δεν μπορεί να ειπωθεί και με άλλον].

IV. Τι είδους νοσταλγία αποτελεί την κορυφογραμμή εκείνης της ποιητικής μετουσίωσης, που κινεί σύγκορμο τον ποιητή, δηλαδή άπαυτα τον συν(γ)-κινεί, να γράψει τον Βασιλιά της Ασίνης· ένα ποίημα που θεωρείται γενικώς ως το πιο αριστουργηματικό, πιο αντιπροσωπευτικό ποίημα της ποιητικής του γραφής; Η νοσταλγία της γενέθλιας ρίζας, της ρίζας δηλαδή της ανθρώπινης υπόστασης άρα και της δικής του υπόστασης ως ανθρώπου (π.χ. στ. 50), όπως ετούτη η υπόσταση είναι ανα-συλλεγμένη μέσα στις ιστορικές και υπαρξιακές μνήμες ή εμπειρίες του ποιητή: π.χ. ξεριζωμός από τη γενέθλια γη της Μ. Ασίας, γενικό ξεσπίστωμα, συντριβή αξιών του παρελθόντος από την επέλαση της νεωτερικής βαρβαρότητας, ραδιουργίες των Ελλήνων πολιτικών (βλ. Τελευταίος Σταθμός) κ.α.

V. Βέβαια, το άλγος του Νόστου δεν υποδηλώνει απώλεια της χαράς ούτε μελαγχολία ή απαισιοδοξία, όπως βιαστικά καταμαρτυρούν στον ποιητή ορισμένοι σχολιαστές του. Αντίθετα παραπέμπει σε μια εσωτερική και γι’ αυτό μοναδική πορεία του ποιητή προς αποκάλυψη των θησαυρών [=νοημάτων] της ανθρώπινης ύπαρξης, πέρα από τα συντρίμμια του εκάστοτε υπολογιστικού παρόντος. Φυσικά αυτοί οι θησαυροί δεν βρίσκονται κρυμμένοι σε κάποια μακρινή χώρα, αλλά στις πιο κρυφές γωνιές της ποιητικής μας οίκησης. Το ταξίδι προς αυτές τις γωνιές, ήτοι τις μυστηριακές πηγές, του ποιείν είναι επίπονο, αλλά ευχάριστα επίπονο. Όπου λοιπόν απαιτείται πόνος, εκεί μας καλεί το μυστηριακό, το αυθεντικό, το συγκαλυμμένο να το αποκαλύπτουμε. Σε αυτό το κάλεσμα προσέρχεται ο λόγος του ποιήματος που ακολουθεί:  

§2

Ο  ΒΑΣΙΛΙΑΣ  ΤΗΣ  ΑΣΙΝΗΣ
Ασίνην τε …
ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω το κάστρο 
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου
παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά                          5
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας 
στ' άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα. 

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος     10
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Kανένα  πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια
 τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στης Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη                          15
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα,
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα   20
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε... Ασίνην τε...» 
                                             και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι·                                        25
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό. 

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:      30
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει                                      35
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει  

ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη. 

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι
αναρωτιέται                                                                  40
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής 45
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας     50        
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας  παντοτινής. 
Ο ποιητής ένα κενό. 

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας                     55
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σα
ΐτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε...». Να 'ταν ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρό-
πολη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάκτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.                                                                                  60 

                                     
§3
                                       Ένα σχόλιο

Ι. Η βασική θεματική του πιο πάνω ποιήματος  κινείται γύρω από τις έννοιες του κενού (στ. 20, 26, 31, 54), της φθοράς (στ. 44), της απελπισίας (στ. 51), του ξεριζωμού (στ. 52), της παντοτινής πίκρας (στ. 53), αλλά και της νοσταλγίας (στ. 49)· επίσης γύρω από περιφράσεις για τη ζωή που έφυγε, μαζί και την ύπαρξή μας που βρέθηκε γυμνή μπρος ή μέσα στο κενό, την άβυσσο, την ξενιτιά και το θάνατο. Όλες αυτές οι υποτυπώσεις δεν απηχούν απλώς βιώματα κάποιου ατόμου, αλλά τη σπαραγμένη συνείδηση του νεωτερικού Είναι μας. Το Είναι του ποιητή εδώ, κατ’ εξοχήν νεωτερικό Είναι, δεν αφήνεται να ξεχαστεί, όπως ο βασιλιάς της Ασίνης (στ. 14), δεν αφήνεται να χαθεί μέσα στο κενό, αλλά αγωνίζεται (στ. 55) να παραμερίσει τη λήθη για χάρη της ποιητικής βίωσης της μη-λήθης, ήτοι της α-λήθειας της ανθρώπινης ύπαρξης (στ. 28).

ΙΙ.  Η ποιητική α-λήθεια δεν είναι ορθότητα, αλλά από-κάλυψη του Είναι μας, ήγουν βίωσή του ως «ευφροσύνη και φως» (στ. 45). Η προσεχτική αναζήτηση του βασιλιά της Ασίνης (στ. 59), την οποία ενσαρκώνει η ποιητική ένταση με τις αντίστοιχες διακυμάνσεις –φως και σκιά, επιφάνεια και βάθος, απουσία και παρουσία κ.λπ.– είναι ο ύψιστος προ-ορισμός της ύπαρξής μας, της ανθρώπινης υπόστασής μας. Και πώς πραγματοποιείται αυτός ο προ-ορισμός; Ως νοσταλγία. Το άλγος του Νόστου τώρα άδεται ως πονεμένη απόπειρα της ποίησης να φτάσει στην αρχέγονη πατρίδα της πηγαίας μας ύπαρξης, στο οντολογικό ξέφωτο αυτής της ύπαρξης.

ΙΙΙ. Πηγαία και ξέφωτο εδώ σημαίνουν πως καλούμαστε να προχωρούμε πίσω από «την εντάφια χρυσή προσωπίδα» (στ. 16), που εξωραΐζει το βάναυσο, το επίπλαστο, το αξιωματικό, άρα εκμηδενίζει το αξιακό, το ποιητικό, το χαρμόσυνο και πνίγει την πηγαιότητα. Αλλά πίσω από την προσωπίδα υπάρχει το κενό: δηλαδή η ύπαρξη δεν ορίζεται ούτε μας περιμένει κάπου κάποτε να την ανακαλύψουμε, αλλά παραμένει ασύλληπτη, γιατί είναι ουσιωδώς δυνατότητα και απ’ αυτή νιώθουμε μόνο το κενό που αφήνει πίσω της. Όσο αισθανόμαστε το κενό, όσο το ανα- ή απο-καλύπτουμε, τόσο η ψυχή μας πλημμυρίζει από νοσταλγία, από την αφυπνιστική νοσταλγία και όχι από την κίβδηλη της επανάπαυσης. Η αφυπνιστική νοσταλγία είναι η πυρηνική δύναμη που αναζωογονεί τη θνητή μας ύπαρξη. Ως τέτοια δύναμη είναι εδώ, παρούσα, για να μας θυμίζει την αναπόφευκτη ολίσθηση της ζωικής ύπαρξης προς το κενό, προς τον θάνατο· τον θάνατο όχι γενικά ως το αναπόφευκτο πεπρωμένο του ανθρώπου, αλλά ως «τον δικό του –του καθένα μας– θάνατο που δεν ανήκει σε κανέναν άλλο» όπως λέει ο ποιητής στο ποίημά του η τελευταία μέραΌταν προ-ετοιμαζόμαστε να αντιπαρατεθούμε με τον δικό μας  θάνατο, και μόνο με αυτόν, είναι που θέτουμε σε εγρήγορση το νεωτερικό μας Είναι,  στρεφόμαστε προς τον κόσμο της ζωής και ενάντια στη σήψη της πλησμονής, της χυδαίας απόλαυσης και της αδράνειας.