Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Ρομαντισμός: υπόσχεση ενός ελεύθερου Εγώ


Ρομαντισμός:
Η μη εκπληρωμένη ατομικότητα

§1

Ο ρομαντισμός είναι κυρίως δημιούργημα του 19ου αιώνα· του αιώνα, όπου έλαβαν χώρα οι πιο φοβερές αντιφάσεις και οι πιο μεγάλες ρήξεις. Αυτόν τον αιώνα γεννήθηκαν μεγάλα συστήματα σκέψης και συναφώς εκδηλώθηκαν εξίσου ιστορικές επαναστάσεις στο πεδίο της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας. Ο ρομαντισμός  δεν είναι απλώς ένα επαναστατικό κίνημα της λογοτεχνικής καλαισθησίας, αλλά ένα κατ’ εξοχήν πνευματικό κίνημα, ριζοσπαστικής κατεύθυνσης, ενάντια σε έναν ψυχρό και άτεγκτο ορθολογισμό που είναι πανταχού παρών σε πολλαπλές περιοχές της ανθρώπινης δραστηριότητας: στην περιοχή της πολιτικής, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας κ.λπ. Μέσα στην ιστορία των ιδεών συνιστά έτσι το κίνημα που αναπτύχθηκε ως αντί-δραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και το οποίο φιλοδοξεί να απελευθερώσει το Εγώ, το δίκαιο, την τέχνη και ό,τι σχετίζεται με την πνευματική, αλλά και την εμπράγματη ουσία του ανθρώπου από τις βαριές αλυσίδες του εν λόγω ορθολογισμού. Ένας παραστατικός εκφραστής του φιλοσοφικού ρομαντισμού στη Γερμανία είναι ο Φίχτε (1762-1814), που είχε σαφείς επιδράσεις στην όλη εξέλιξη των γερμανών ρομαντικών. Για τον Φίχτε, το σύμπαν της σκέψης περιστρέφεται γύρω από την ελευθερία του Εγώ και την πραγμάτωση του ατόμου μέσα στο Έθνος. Το Έθνος συνιστά την αληθινή εστία του Εγώ. Φιλοσοφικό ρομαντισμό άσκησαν επίσης ο Σέλλινγκ, αλλά και ο Χέγκελ στην πρώιμη φάση της σκέψης του.

§2

Απέναντι στην ακαμψία και την κλειστότητα του Διαφωτιστικού ορθολογισμού, ο ρομαντισμός προβάλλει την ενόραση, τη φαντασία και το όνειρο. Πίσω από τη θριαμβολογία αυτού του μονοσήμαντου ορθολογισμού διακρίνει την αποδυνάμωση της ατομικότητας, καθώς η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη χάνεται μέσα στην αδιάλλακτη και άσπλαχνη απαιτητικότητα μιας καθολικής νόησης, που φαίνεται να μη θέλει διόλου να                                                                                                                       ακούει πέραν του εαυτού της τίποτα και να μη γνωρίζει από πρόσωπα. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η καλλιέργεια και η προβολή της ευαισθησίας και της φαντασιακής δύναμης. Τι σημαίνει μια τέτοια προβολή πιο συγκεκριμένα; Σημαίνει επιστροφή σε εκείνα τα δομικά στοιχεία της ψυχοπνευματικής οντότητας του ανθρώπου που ενεργοποιούν ακατάπαυστα τη μελωδική απειρότητα της ψυχής του. Τέτοια στοιχεία είναι το συναίσθημα και η ενόραση. Αυτά εδώ επιτρέπουν στον άνθρωπο να εισχωρεί, με αστραπιαία λάμψη, στο εσωτερικό του βάθος, να οραματίζεται, να εκστασιάζεται και να εξερευνά την αλήθεια του Είναι εν γένει. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο ρομαντισμός ευνοεί μια ποιητική έως και μυστική σύλληψη του πραγματικού κόσμου, η οποία όχι σπάνια συνδυάζει λεπτή φιλοσοφική διαίσθηση και ποιητικό μυστήριο. Η μυστηριώδης πηγή της ποίησης, κατά τον Hölderlin (1770-1843), οδηγεί σε ένα ρομαντικό άπειρο, το οποίο δεν είναι ανοίκειο στη φιλοσοφία, στο μέτρο που και η τελευταία εκδηλώνεται ως συμ-πάθεια, ως συμ-πάσχειν και ως άμεση, εκστασιακή σύλληψη του απόλυτου.

§3

Ολόκληρο σχεδόν το ρομαντικό κίνημα, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη φιλοσοφία, πέρα από επί μέρους διαφοροποιήσεις συμφωνεί στην αποστασιοποίηση από τον έλλογο και τον συλλογιστικό τρόπο σκέψης· κατ’ αντίστοιχο τρόπο υπερασπίζεται, με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια, τη μοναδικότητα του ατόμου και την κατανοεί κυρίως ως καθίδρυση της διαφορετικότητας των Εγώ: το Εγώ προορίζεται να επιβεβαιώνεται ως εκφραστής διαφορών και ως αποκάλυψη της ξεχωριστής φωτεινότητας του εαυτού. Η υποκειμενικότητα τώρα εισβάλλει κυριολεκτικά μέσα στην ιστορία και υπόσχεται μια ριζική μεταστοιχείωση του κόσμου των ιδεών. Επειδή ωστόσο δεν παύει να είναι ρομαντική και όχι φιλοσοφική υποκειμενικότητα, εγγράφεται μέσα στη νεότερη ιστορία της σκέψης ως απαρηγόρητη υποκειμενικότητα: η ατομική της παρ-ουσία ομιλεί τη γλώσσα της προδομένης ατομικότητας, της μη-εκπληρωμένης με τίποτα και σε τίποτα. Η ανακάλυψη του εαυτού, κατά συνέπεια, δεν είναι μόνο η κατ’ αρχήν απελευθερωτική πράξη αυτού του ίδιου, αλλά και η αίσθηση ότι έχουν προδοθεί όλες οι ελπίδες του, ότι η ιστορία είναι η ίδια η τραγωδία της και για το ίδιο το άτομο η απουσία νοήματος. Ο ρομαντικός άνθρωπος έτσι αυτό-ανακαλύπτεται ως το φωταγωγημένο μέσα στο δικό του, άπλετο φως ξεχωριστό και όχι λιγότερο μοναχικό, απομονωμένο άτομο. Υπό την αίσθηση μιας τέτοιας μη-πραγμάτωσης του μοναδικού Εγώ  μέσα στο αισθητό, η ρομαντική ψυχή αναζητεί το άπειρο, το απόλυτο, μέσα στον χριστιανικό θεό, γενικώς μέσα στο υπερβατικό. Τώρα πια δεν υπάρχει απλώς η ιδέα του απείρου, η οποία φωτίζει και ενεργοποιεί τον ένδον κόσμο του ρομαντικού ατόμου, αλλά και κάτι, το μη-χειροπιαστό, που μετα-κινεί –οντολογικά– το ανθρώπινο ον μέσα σε αυτό τούτο το άπειρο. Βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε ένα κόσμο πλούσιο σε συλλήψεις –θεωρητικοπρακτικές– αλλά και ριγμένο μέσα σε αξεδιάλυτες αντιφάσεις. Γι’ αυτό, η νεοτερική υποκειμενικότητα, είτε ρομαντικής είτε φιλοσοφικής υφής, καλείται να αναζητήσει τα νοήματά της μέσα στη διαλεκτική ιστορικότητας και ατομικότητας. Το τιτάνιο αυτό έργο αναλαμβάνει η εγελιανή φιλοσοφία του Λόγου, που ευδοκιμεί μέσα στην ιστορία ως διαλεκτική υπέρβαση κάθε ανεκπλήρωτης και θρυμματισμένης ατομικότητας-υποκειμενικότητας: διαλεκτική υπέρβαση με το νόημα της μετα-νοηματοδότησης της εν λόγω υποκειμενικότητας μέσα στο ολόκληρο Είναι της.