Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Καστοριάδης: το πολιτικό βάθος της Αντιγόνης




Κορνήλιος Καστοριάδης
1922–1997

Ὕβρις και πολιτική

  §1

Η Αντιγόνη του Σοφοκλή  συγκέντρωσε και εξακολουθεί να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πολλών και σημαντικών διανοητών. Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Χέγκελ, ο Χάιντεγκερ και ο Καστοριάδης. Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια τραγωδία που φέρει τον άνθρωπο στο κέντρο του ιστορικού του πεπρωμένου και τον καθιστά πρωταγωνιστή αυτού του πεπρωμένου. Ακριβώς επειδή πρόκειται περί ενός πολυσήμαντου έργου, οι εκάστοτε φιλοσοφικές περί αυτό ερμηνείες δεν μπορεί να είναι ταυτές μεταξύ τους, αλλά ούτε και οριστικές. Στο παράδειγμα έτσι των τριών προαναφερθέντων φιλοσόφων έχουμε τρεις διαφορετικές ερμηνείες, σχετικές με τον καιρό τους και με τις αντίστοιχες λογικές συνάφειες που θέλουν να αναδείξουν οι συγκεκριμένοι φιλόσοφοι. Εάν λάβουμε υπόψη ότι ο Σοφοκλής επιχειρούσε να παραστήσει τους ανθρώπους, όπως όφειλαν να είναι, τότε οι τραγωδίες του, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, περιέχουν δέσμες ιδεών, ιδεωδών, ρήσεων και λόγων που η σημασία τους υπερβαίνει τα καθορισμένα έργα και διαχέεται μέσα στην ιστορία ως στοχαστική δυνατότητα του ανθρώπου να αντιμάχεται τους περιορισμούς της εξωτερικής-άμεσης ύπαρξής του και να έρχεται προς εαυτόν. Ο Καστοριάδης, με τις ερμηνείες του, αξιοποιεί αυτή την πνευματική δυναμική της τραγωδίας για να σκεφτεί τον άνθρωπο, τον ανθρώπινο κόσμο ως ένα δημιουργικό και αυτο-δημιουργούμενο Είναι εντός ενός εκάστοτε συγκεκριμένου ιστορικο-κοινωνικού χώρου.   

  §2

Όπως παρατηρεί ο ίδιος, η Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι «η τραγωδία με το μεγαλύτερο πολιτικό βάθος». Τι εννοεί με τη φράση αυτή; Εννοεί πως το εν λόγω έργο σχετίζεται, όσο κανένα άλλο, με την ουσία της πόλεως και με την πολιτική της έκφραση, ήτοι την πολιτική εξουσία. Ο Κρέων είναι ο κατ’ εξοχήν εκφραστής αυτής της πολιτικής εξουσίας υπό τη φαινομενικότητα του υπερασπιστή της νομιμότητας [=του ανθρώπινου νόμου]. Και η Αντιγόνη; Με βάση τις καθιερωμένες ερμηνείες παριστάνεται να υπερασπίζεται τον θείο νόμο έναντι του προαναφερθέντος ανθρώπινου νόμου. Όπως σημειώνει ο Καστοριάδης, «διάφοροι ερμηνευτές επιχείρησαν να διαβάσουν την Αντιγόνη ως λίβελλο ενάντια στον ανθρώπινο νόμο και υπέρ του θείου», στην καλύτερη περίπτωση «ως απεικόνιση της διαμάχης» ανάμεσα σε αυτούς τους νόμους. Ο φιλόσοφος δεν αρνείται αυτή τη διαμάχη, μάλιστα την αξιολογεί ως δρώσα δύναμη της πλοκής του έργου και ως την πιο αισθητή όψη του. Ωστόσο, το σπινθηροβόλο βλέμμα του διακρίνει πίσω από το προφανές αυτής της διαμάχης αρκετές άλλες δυνατότητες συνάφειας, δυνάμει των οποίων η Αντιγόνη εκπροσωπώντας τον θείο νόμο εκπροσωπεί συγχρόνως και την υπεράσπιση της πατρίδας, καθώς μια τέτοια υπεράσπιση για τους Έλληνες, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, δεν ταυτίζεται μόνο με τον ανθρώπινο νόμο, αλλά και με τον θείο.

§3

Η ιδέα ότι η Αντιγόνη εκπροσωπεί μόνο τον θείο νόμο διαψεύδεται και από τα λεγόμενά της στο τέλος του έργου (στ. 908–915), σύμφωνα με τα οποία επιμένει να θάψει τον αδελφό της, γιατί είναι μοναδικός και αναντικατάστατος, σε αντίθεση με την περίπτωση θανάτου του συζύγου, οπότε θα μπορούσε να παντρευτεί άλλον. Η εμμονή στη μοναδικότητα του αδελφού είναι καθαρά επίγειο χαρακτηριστικό και εντός του κοινωνικού κόσμου ισχύουσα αρχή ζωής. Συγχρόνως όμως, μια τέτοια εμμονή παραπέμπει στην έμμονη αγάπη της Αντιγόνης προς τον αδελφό της έναντι της έμμονης αγάπης του Κρέοντα προς την εξουσία. Τι συμβαίνει εδώ; Ο Καστοριάδης επεξηγεί: Πρόκειται για δυο αφηρημένες αρχές, οι οποίες ενσαρκώνουν εκλογίκευση προσωπικών παθών. Τα πάθη αυτά, ριζωμένα στην ψυχή και στο νου τους, προσδιορίζουν αμφότερους του πρωταγωνιστές ως τραγικά πρόσωπα μονοδιάστατης δράσης: το καθένα κινείται στα δικά του περιορισμένα και παθολογικά όρια, χωρίς να είναι σε θέση να ακούσει ή να προσχωρήσει στοιχειωδώς στην άποψη του άλλου. Η τραγωδία, επομένως, Αντιγόνη δεν θέλει να μας δείξει την ανωτερότητα του θείου νόμου απέναντι στον ανθρώπινο, αλλά την ανάγκη να ακούει ο ένας τον άλλο, να μελετά την άλλη άποψη, γιατί κανείς δεν έχει ποτέ δίκαιο μόνος του (στ. 707). Όποιος θέλει να ακούει μόνο τον εαυτό του, ακόμη κι αν έχει δίκαιο, αποδεικνύεται άδικος. Το καλό και το κακό, ως εκ τούτου, δεν κατανοείται από τον ποιητή με όρους ηθικολογίας, αλλά πολιτικά.

 §4

Πολιτικά σημαίνει ότι ο πολίτης, όπως και ο κυβερνήτης, προάγει το καλό, όταν «κατορθώνει να συνυφάνει τους νόμους της πόλης του, της πάτριας γης, της πολιτικής κοινότητας, με τη δικαιοσύνη των θεών, την κατοχυρωμένη από τους όρκους». Όποιος επιτυγχάνει αυτό τον συνδυασμό χαρακτηρίζεται από τον Σοφοκλή υψίπολις με το νόημα του υψηλού ως μέλους της ανθρώπινης, της πολιτικής κοινότητας. Στην ενάντια περίπτωση χαρακτηρίζεται άπολις, δηλαδή εκείνος που λόγω της εμμονής του στη μονοδιάστατη άποψη, λόγω της υπερβολικής τόλμης, της αυθάδειας, με μια λέξη: λόγω της ύβρεως που διαπράττει «αφήνει το μη καλό να κατοικήσει». Ο άπολις θέτει εαυτόν εκτός πολιτικής κοινωνίας, άρα και εκτός πολιτικής, νοούμενης ως δυνάμει οικουμενικού χώρου που εδράζεται στην εύρυθμη, δημοκρατική λειτουργία της πόλης. Μια δίκαιη πολιτική απόφαση ή πράξη, για να είναι αυθεντικά δίκαιη, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο στενά πολιτικούς παράγοντες, αλλά και πολλούς άλλους μη-πολιτικούς. Με αυτό περίπου το νόημα μίλησε και  ο Χάιντεγκερ για τη μη-πολιτική διάσταση της πόλης. Αντιγόνη και Κρέων έδειξαν, με τη στάση τους, ότι δεν μπορούν να μετακινηθούν από τις θέσεις τους και να επιτύχουν την πιο πάνω συνύφανση. Ο καθένας, για λογαριασμό του, υπερασπίζεται με τυφλό και απόλυτο τρόπο τη γνώμη του και έτσι γίνεται υβριστής της πόλης, δηλαδή άπολις. Από εδώ συμπεραίνει ο Καστοριάδης πως «η Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι μια κορυφή της δημοκρατικής πολιτικής σκέψης και στάσης, που αποκλείει και καταδικάζει το μόνος φρονείν, το οποίο αναγνωρίζει την έμφυτη ύβρη των ανθρώπων, και απαντά σε τούτη με τη φρόνηση».






  

  





Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Δ. Σολωμός: οι «Στοχασμοί» και ο Χέγκελ





                      Διονύσιος Σολωμός
                                1798–1859

                          Στοχασμοί
                                   στους
                        Ελεύθερους Πολιορκημένους

                                                  
                                               §1  
                        
                        Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Οι Στοχασμοί αποτελούν σημειώσεις του ποιητή, γραμμένες στα ιταλικά και σχετιζόμενες άμεσα με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Περιέχουν αποκρυσταλλώσεις κατά βάση εγελιανών ιδεών του ποιητή, δυνάμει των οποίων τείνει να διαμορφώνει φιλοσοφικά την θεμελιώδη ποιητική Ιδέα των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Το πνεύμα των Στοχασμών  αισθητοποιείται ως ο φιλοσοφικός-ποιητικός νους που διανοίγει τον ποιητή σε εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό του και τον προτρέπει, τον «προστάζει» κυριολεκτικά, καταπώς δείχνουν και οι άφθονες προστακτικές της εκφραστικής γλώσσας των Στοχασμών, να  εφαρμόσει την ποιητική Ιδέα σύμφωνα με τις απαρέγκλιτες αρχές της εγελιανής κυρίως διαλεκτικής. Μια τέτοια εφαρμογή προϋποθέτει ότι η φιλοσοφική σύλληψη της ποιητικής Ιδέας προηγείται της ποιητικής πράξης. Γι’ αυτό και σε ένα επόμενο απόσπασμα των Στοχασμών γράφει ο Σολωμός πως το ποίημα έχει συντεθεί μόνο χάρη της Σκέψης. Εξάλλου είναι γνωστή και η ρήση του πως πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλαμβάνει ο νους και έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε. Είχε κατηγορηθεί από κάποιους συγχρόνους του λόγιους, αλλά και ορισμένους μεταγενέστερους σχολιαστές του για αυτή του την εμμονή στην εγελιανή διαλεκτικοποίηση της ποίησής του. Χωρίς όμως ετούτη την εμμονή δεν θα υπήρχε ο Σολωμός των Ελεύθερων Πολιορκημένων και των άλλων υψηλών ποιητικών του συνθεμάτων. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε και  σχολιάζουμε τον πρώτο Στοχασμό.

                                                 §2  
                                            
                                        Απόσπασμα
                                                   1

Εφάρμοσε στην πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού, που αρχίζει από τον σπόρο και επιστρέφει σε αυτόν, αφού διατρέξει, ως βαθμίδες εξέλιξης, όλες τις φυτικές μορφές, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα, τα άνθη, τους καρπούς. Εφάρμοσέ την σκεπτόμενος βαθιά για την υπόσταση/ουσία του αντικειμένου καθώς και για τη μορφή της τέχνης. Πρόσεξε ώστε αυτή η διαδικασία να πραγματοποιηθεί χωρίς την παραμικρή διακοπή.


                                                 §3

                                       Ένα σχόλιο

1. Σε αυτόν τον στοχασμό αποτυπώνεται περιεκτικά και παραστατικά η διαλεκτική κίνηση της Έννοιας του Χέγκελ. Αυτή η αποτύπωση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά γίνεται σε συνδυασμό με την εφαρμογή της εν λόγω φιλοσοφικής Έννοιας στην ποιητική πράξη. Τι ζητά από τον ποιητικό εαυτό του ο Σολωμός; Να εφαρμόσει ποιητικά την ιστορία του φυτού, όλη δηλαδή την εξελικτική του πορεία, την κυκλοτερή του κίνηση από τη ρίζα ως τους καρπούς, αλλά υπό τη μορφή του Πνεύματος, της Έννοιας, της Ιδέας. Τι μας λέει σχετικά με αυτή την κίνηση ο Χέγκελ και μάλιστα με την ίδια παραστατική εικόνα του φυτού; Στη Φαινομενολογία του πνεύματος  Ι, §2 ο Χέγκελ παρουσιάζει τη διαφορετικότητα των φιλοσοφικών συστημάτων ως την προοδευτική ανάπτυξη της αλήθειας σε εναντίωση προς τον κοινό νου που βλέπει μόνο εξωτερική αντίθεση, αντιπαλότητα, αποκλεισμό του ενός για χάρη του άλλου. Γράφει σχετικά:

«το μπουμπούκι εξαφανίζεται στην εκκόλαψη του άνθους και θα μπορούσαμε να πούμε πως το μπουμπούκι ανασκευάζεται από το άνθος· με τον ίδιο τρόπο το άνθος, όταν εμφανίζεται ο καρπός, χαρακτηρίζεται ως μια ψευδής ύπαρξη του φυτού, και ο καρπός παίρνει τη θέση του άνθους ως η αλήθεια του. Αυτές οι μορφές όχι μόνο διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά και απωθούν η μια την άλλη ως αμοιβαία ασυμβίβαστες. Η ρευστή τους φύση ωστόσο τις κάνει συγχρόνως στοιχεία της οργανικής ενότητας, μέσα στην οποία όχι μόνο δεν είναι αντιμαχόμενες, αλλά η μια είναι τόσο αναγκαία όσο και η άλλη, και αυτή η ίση αναγκαιότητα μόνο είναι που αποτελεί τη ζωή του όλου».

2. Πρώτο μέλημα λοιπόν του Σολωμού είναι να συλλάβει τη σύνθεση των Ελεύθερων Πολιορκημένων ως ένα ποιητικά ζωντανό, αυτοκινούμενο Όλο, κατά τη δυναμική του οποίου ο πολιορκημένος δεν είναι ο σκλάβος που μοιραία αποθνήσκει σαν σκλάβος, αλλά ο μαχόμενος πολιορκημένος που αρνείται να υποταχθεί και διεξάγει έναν αγώνα ζωής και θανάτου ως ελεύθερος πολιορκημένος· δηλαδή ως ο πολιορκημένος που ενσαρκώνει την Ιδέα της ελευθερίας και αίρεται έτσι πάνω από τη χθαμαλή ζωή του φοβισμένου θνητού, του δουλόφρονος που πρωτίστως τον παραλύει ο φόβος του και στη συνέχεια τον διαμελίζει εύκολα ο εχθρός του.

3. Η εφαρμογή στην ποιητική πράξη της ανέλιξης της Έννοιας ή της Ιδέας, δηλαδή η κίνηση αυτοπροσδιορισμού και αυτο-ανάπτυξης της ποιητικής Μορφής στη διαλεκτική της συνάφεια με τα διαφορετικά της εκάστοτε περιεχόμενα, έτσι όπως δείχνει και η εικόνα της εξέλιξης του φυτού, απαιτεί βαθιά-σφαιρική στοχαστική σύλληψη: το ποιητικό υποκείμενο εισδύει με τη δύναμη της σκέψης στο εσωτερικό της εν έργω αυτο-ανέλιξης της Έννοιας ή της Ιδέας ως της Μορφής της τέχνης και γίνεται ένα με αυτή: τη μεταστοχάζεται ως διαλεκτική καλλιτεχνικής Μορφής και ουσιακών/υποστασιακών θεμάτων, αντικειμένων· δηλαδή περιεχομένων, καθοριστικών για την πραγμάτωση εν χώρω και χρόνω της Ιδέας της τέχνης. Τέτοια περιεχόμενα π.χ. είναι το Μεσολόγγι, οι ανδρείοι, η πολιορκία, η πείνα, ο πειρασμός κ.λπ. Αυτός ο διαλεκτικός μεταστοχασμός αισθητοποιείται σε ποιητικό σύνθεμα, δηλαδή στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, και μπορεί να αισθητοποιείται στην εντέλειά του, όταν δεν κατακερματίζεται, αλλά αντικρίζεται στην ολοποιητική του κινητικότητα.



   

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Hegel: το λογικό και το πραγματικό





G.W.Fr. Hegel:

Λόγος και γλώσσα
(Vernnuft und Sprache)


Κείμενα και σχολιασμός

§1
                                                      
 1. «Η ελληνική έκφραση του λόγου (ελλην. στο πρωτότυπο) είναι πιο προσδιορισμένη, πιο σαφής από τη γερμανική έκφραση: λόγος (Wort). Υπάρχει μια ωραία διττή σημασία στην ελληνική έκφραση του λόγου, που δηλώνει πως ο  λόγος είναι: Λόγος (Vernunft) και γλώσσα (Sprache) συγχρόνως. Γιατί η γλώσσα είναι η καθαρή ύπαρξη του πνεύματος· είναι ένα πράγμα, που, ευθύς ως κατανοηθεί, επιστρέφει πίσω στον εαυτό του» (W 20, 106-107).

Σχόλιο: Η γλώσσα δεν είναι απλά και μόνο ένα μέσο για μια αναγκαία εξωτερίκευση του Λόγου (Vernunft), αλλά κυρίως η  ύπαρξή του [το προσδιορισμένο-Είναι του (Dasein)], που οδεύει ολοταχώς προς αυτό-ολοκλήρωση ως πνεύμα. Κατ’ αυτή την έννοια,  η γλώσσα ενοποιεί μια γνωσιακή, δηλαδή λογική σχέση ανάμεσα στην υπόσταση και το υποκείμενο. Ως τέτοια κατονομάζει το μέτρο, κατ’ απαίτηση του οποίου συλλέγονταισυνάγονται απείρως και μεθοδικά: το υποστασιακό, ήτοι το καθεαυτό-Είναι, και το υποκειμενικό, δηλαδή το διεαυτό-Είναι· εισδύουν το ένα μέσα στο άλλο και   παριστάνονται ως η ανάπτυξη της έννοιας.  Ως ένα τέτοιο μέτρο είναι η ιδεατότητα ενός υπάρχοντος πράγματος, η άμεση μη-ύπαρξή του. Μέσα στη γλώσσα, ως εκ τούτου, συντελείται η επιστροφή από την απροσδιόριστη νύχτα της μορφής του Εγώ στο Είναι.

§2
2. «Η Λογική παρουσιάζει την αυτοκίνηση της απόλυτης Ιδέας μόνο ως τον αρχέγονο λόγο, ο οποίος είναι μια εξωτερίκευση, αλλά τέτοιας φύσης που, με το να είναι, έχει άμεσα εκ νέου εξαφανιστεί ως κάτι το εξωτερικό. Η Ιδέα λοιπόν είναι μόνο σε τούτο τον αυτοπροσδιορισμό της, δηλαδή να αυτοκατανοείται» (Επιστήμη της Λογικής-η διδασκαλία περί της έννοιας, μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος εκδ. Παπαζήση 2005, σ. 622).

Σχόλιο: Το Λογικό στοιχείο και ο λόγος της γλώσσας συνάπτονται, από άποψη αρχής, σε μια ενότητα, η οποία έχει τον χαρακτήρα της μεθόδου, δηλαδή μιας διαλεκτικής ή δια-Λογικής συν-εν-νόησης ανάμεσα στο Λογικό στοιχείο ως περιεχόμενο και στον λόγο της γλώσσας ως Λογική μορφή. Ό,τι επομένως λαμβάνει χώρα στη γλώσσα,  στον δυναμικό της λόγο, από άποψη μορφής εκφράζει τη Λογικότητα του Είναι, έτσι όπως το τελευταίο τούτο δηλώνει την παρ-ουσία του ως ενεργώς-πραγματικότητα: ως αυτό-αναπτυσσόμενη και αυτό-προσδιοριζόμενη έννοια. Και αντίστροφα: αυτή η Λογικότητα του Είναι, αυτή η παρ-ουσία του ως ενεργώς-πραγματικότητα, εκφράζει τον δυναμικό λόγο της γλώσσας. Αυτό το νόημα περιέχει και η περίφημη ρήση του Χέγκελ στη φιλοσοφία του Δικαίου:
                              
                            ό,τι είναι έλ-λογο, είναι  ενεργώς-πραγματικό
                         και ό,τι είναι ενεργώς-πραγματικό, είναι έλ-λογο.

Η εν λόγω ρήση, ως μια περιεκτική συνόψιση των νοημάτων του πιο πάνω κειμένου (2), κλείνει μέσα της τον πιο ριζοσπαστικό Λόγο για τη δυναμική αλλαγή της πραγματικότητας. Και όμως ορισμένοι άξεστοι πολιτικάντηδες, είτε της επαγγελματικής πολιτικής είτε της δουλόφρονης-συστημικής «διανόησης», όπως και κάποιοι ιδεολογικοί ανθρωπίσκοι (Πλάτων), την κατανοούν ανεστραμμένα: ως δικαιολογητικό θεώρημα της υφιστάμενης εκάστοτε τάξης πραγμάτων. Για τους τελευταίους τούτους ισχύει η ακόλουθη εγελιανή αποστροφή: «ας αφήσουμε του νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους».



Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Fr. Nietzsche: έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (3)





  
Φρίντριχ Νίτσε
1844–1900

     Ο Ζαρατούστρα κηρύσσει τον θάνατο του θεού
                                       
                                                       §1
                                   
                                      Πρόλογος: ομιλία 3              

Όταν ο Ζαρατούστρα έφτασε στην πιο κοντινή πόλη, που γειτονεύει με το δάσος, βρήκε πολύ λαό συναγμένο στην πλατεία: γιατί είχε διαλαληθεί ότι επρόκειτο να εμφανισθεί ένας σχοινοβάτης. Και ο Ζαρατούστρα έτσι μίλησε προς τον λαό:
            «Σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί. Τι έχετε κάνει, για να τον ξεπεράσετε;
            Όλα τα όντα μέχρι τώρα δημιούργησαν κάτι πέρα και πάνω από τον εαυτό τους: και εσείς θέλετε να είστε η άμπωτη αυτής της μεγάλης παλίρροιας και προτιμάτε ακόμη να ξαναγυρίσετε στο ζώο παρά να ξεπεράσετε τον άνθρωπο;
            Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο; Ένα περίγελο ή μια επώδυνη ντροπή. Και το ίδιο ακριβώς πρόκειται να είναι ο άνθρωπος για τον υπεράνθρωπο: ένα περίγελο ή μια επώδυνη ντροπή. Έχετε κάνει τον δρόμο από το σκουλήκι στον άνθρωπο και πολλά ακόμη μέσα σας είναι σκουλήκι. Άλλοτε ήσασταν πίθηκοι, και τώρα επίσης ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι περισσότερο πίθηκος από οποιονδήποτε πίθηκο.
            Μα ακόμη και ο πιο σοφός από σας, κι αυτός είναι μόνο μια δυσαρμονία και ένα νόθο μείγμα φυτού και φαντάσματος. Αλλά σας είπα να γίνετε φαντάσματα ή φυτά;
            Ιδού, σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο!
            Ο υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης. Η θέλησή σας ας πει: ο υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης! 
            Σας εξορκίζω, αδελφοί μου, μείνετε πιστοί στη γη και μην πιστεύετε όσους σας μιλούν για υπεργήινες προσδοκίες! Δηλητηριαστές είναι αυτοί, είτε το ξέρουν είτε όχι.
            Καταφρονητές της ζωής είναι, ετοιμοθάνατοι και δηλητηριασμένοι και οι ίδιοι·  η γη είναι βαριεστημένη απ’ αυτούς: ας εξαφανιστούν λοιπόν από προσώπου γης!
            Άλλοτε, η βλαστήμια κατά του θεού ήταν η μέγιστη βλαστήμια· ο θεός όμως πέθανε και μαζί του πέθαναν και αυτοί οι βλάστημοι. Το να βλαστημάς τη γη και να εκτιμάς περισσότερο από το νόημα της γης τα σπλάχνα του αδιαπέραστου [μυστηρίου], αυτό τώρα είναι το πιο φρικτό πράγμα.
            Άλλοτε, η ψυχή κοιτούσε με περιφρόνηση το σώμα: και τότε τίποτα δεν ήταν υψηλότερο από την περιφρόνηση αυτή: –η ψυχή ήθελε το σώμα λιπόσαρκο, βδελυρό, λιμασμένο. Έτσι σκέφτηκε ότι θα ξέφευγε από αυτό και από τη γη.
            Ω, αυτή η ψυχή ήταν και η ίδια ακόμα πιο λιπόσαρκη, βδελυρή και λιμοκτονούσα: και η σκληρότητα ήταν η ηδονή αυτής της ψυχής!
            Αλλά κι εσείς ακόμη, αδελφοί μου, πείτε μου: τι κηρύσσει το σώμα σας για την ψυχή σας; Μήπως η ψυχή σας δεν είναι φτώχια, βόρβορος και  ελεεινή αυταρέσκεια;
            Στ’ αλήθεια, ένα βρόμικο ποτάμι είναι ο άνθρωπος. Κάποιος πρέπει πάντως να είναι θάλασσα, για να μπορεί να δέχεται ένα βρόμικο ποτάμι, χωρίς να λερώνεται, να μολύνεται.
             Δείτε, σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο: αυτός είναι τούτη η θάλασσα· μέσα του μπορεί να καταποντισθεί η μεγάλη σας περιφρόνηση.
            Ποιο είναι το μέγιστο που μπορείτε να βιώσετε; Είναι η ώρα της μεγάλης περιφρόνησης. Η ώρα που και η ευτυχία σας ακόμη  γίνεται αηδία, καθώς επίσης η λογική σας (Vernunft) και η αρετή σας.
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει η ευτυχία μου!  Είναι φτώχεια και βόρβορος και μια ελεεινή αυταρέσκεια. Όμως η ευτυχία μου θα’ πρεπε να δικαιώνει την ίδια την άμεση ύπαρξη (Dasein)!»
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει η λογική μου! Επιθυμεί διακαώς τη γνώση όπως το λιοντάρι την τροφή του;  Είναι φτώχεια και βόρβορος και μια ελεεινή αυταρέσκεια!»
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει η αρετή μου! Δεν με έχει κάνει  ακόμη να παραφέρομαι. Πόσο βαριεστημένος είμαι από το καλό και το κακό μου! Όλα τούτα είναι φτώχεια και βόρβορος και μια ελεεινή αυταρέσκεια!»
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει η δικαιοσύνη μου! Δεν βλέπω να είμαι πύρωση και κάρβουνο. Ο δίκαιος όμως είναι πύρωση και κάρβουνο!»
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει ο οίκτος μου! Μήπως δεν είναι οίκτος ο σταυρός, που πάνω του καρφώνεται εκείνος που αγαπά τους ανθρώπους; Αλλά ο δικός μου οίκτος δεν είναι σταύρωση.»
            Μιλήσατε εσείς ποτέ έτσι; Φωνάξατε εσείς ποτέ έτσι; Αχ, να σας είχα ακούσει να φωνάζετε ποτέ έτσι!
            Όχι οι αμαρτίες σας – η ολιγάρκειά σας φωνάζει προς τον ουρανό, η τσιγκουνιά σας, και στις αμαρτίες σας ακόμα, φωνάζει προς τον ουρανό!
            Πού είναι λοιπόν η αστραπή,  που σας γλύφει με τη γλώσσα της; Πού είναι η παραφροσύνη, με την οποία θα έπρεπε να μπολιαστείτε;
            Δείτε, σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο: αυτός είναι τούτη η αστραπή, αυτός είναι τούτη η παραφροσύνη! –
            Όταν ο Ζαρατούστρα είπε αυτά τα λόγια, φώναξε κάποιος από τον λαό: «Τώρα ακούσαμε αρκετά για τον σχοινοβάτη· ώρα είναι, να μας αφήσεις κιόλας να τον δούμε!» Κι όλος ο λαός γέλασε με τον Ζαρατούστρα. Αλλά ο σχοινοβάτης, που νόμισε ότι τα λόγια απευθύνονταν σ’ αυτόν, άρχισε το έργο του.


                                                     §2
                                Ερμηνεία – κατανόηση:
                       «η ώρα της μεγάλης περιφρόνησης»
 
1. Ο Ζαρατούστρα εμφανίζεται και μιλάει  στον λαό. Το πλήθος-λαός είναι συγκεντρωμένο/ος στην κεντρική πλατεία της πόλης για να δει την παράσταση που θα δώσει ένας σχοινοβάτης (Seiltänzer). Πρώτο σημαντικό στοιχείο εδώ είναι η εικόνα της όρχησης, του χορού, που παριστά ο σχοινοβάτης–ακροβάτης με βάση και την ετυμολογία της γερμανικής λέξης: Seil-tänzer [=σχοινο-χορευτής].  Το γεγονός ότι η συνάθροιση του λαού και η παράσταση του σχοινοβάτη λαμβάνουν χώρα στην αγορά, στην πλατεία, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, σημαίνει ότι η συνολική τούτη πράξη ενέχει χαρακτήρα κοινωνικής ζωής και η ως άνω όρχηση στέλνει νεύματα  ακροβασίας της κοινωνικής έκφρασης του ανθρώπου ως μάζας.

2. Ο Ζαρατούστρα απευθύνεται σε αυτή τη μάζα χωρίς ασφαλώς να βρίσκει, δηλαδή να περιμένει να βρει ανταπόκριση: μιλά διαφορετική γλώσσα. Ενώ αυτός κηρύσσει το ξεπέρασμα του ανθρώπου–μάζας, οι άνθρωποι είναι «ένα περίγελο ή μια επώδυνη ντροπή»· είναι η μάζα που τρέφεται με φτηνά θεάματα, τα οποία και αναπαράγει, αναπαράγοντας συγχρόνως την ύπαρξή της ως μαζική, αγελαία ύπαρξη. Να γιατί, μας λέει ο Νίτσε, δεν παύει να πιθηκίζει και να επιβεβαιώνει καθημερινά πως είναι φυτό: η όρχηση για τον Ζαρατούστρα – υπεράνθρωπο είναι η πιο ριψοκίνδυνη πράξη υπέρβασης του ανθρώπου–μάζας· ετούτη η μάζα όμως ενσαρκώνει τη δική της όρχηση ως ελαφριά και επιπόλαιη, ως πανηγυριώτικη, χαβαλετζήδικη συμπεριφορά, που συνιστά μαρτυρία ότι ο άνθρωπος έχει εκ-φυλισθεί σε φυτό ή φάντασμα ή σε κάτι ενδιάμεσο.

3. Η χρησιμοποιούμενη εδώ αιχμηρή Νιτσεϊκή γλώσσα απο-ιδεολογικοποιεί τη διδασκαλία του Ζαρατούστρα. Αυτή εδώ δεν ενδιαφέρεται να πείσει και να κερδίσει οπαδούς, αλλά να αποδομήσει, να καυτηριάσει, να αχρηστεύσει την υφιστάμενη συνθήκη του ανθρώπινου Είναι, που ομολογεί την κένωσή του από τον προορισμό, την προοπτική του πάνω στη γη, εν ονόματι της  αφελούς προσήλωσής του σε «υπεργήινες προσδοκίες». Όταν ο άνθρωπος δηλητηριάζεται από την προσκόλλησή του σε αδόκητες ιδεολογίες, σε αλλόφρονα δόγματα πίστης, τότε γίνεται ο ίδιος δολοφόνος του εαυτού του και κατ’ επέκταση βλάσφημος της γης, όπου ανήκει. Απέναντι σε τούτη την αξιοθρήνητη έκπτωσή του, ο υπεράνθρωπος ορθώνεται ως αξιόπιστη ρεαλιστική δυνατότητα να αναπτυχθεί το ανθρώπινο είδος.   

4. Ο παρών λόγος του Ζαρατούστρα είναι το πρώτο από τα τρία μέρη διδασκαλίας του για τον υπεράνθρωπο. Αυτό το μέρος σχετίζεται με τον υπεράνθρωπο και τη μεγάλη περιφρόνηση, που επιχειρεί να ενσταλάξει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Τα άλλα δυο είναι ο λόγος –του Προλόγου– 4, που σχετίζεται με την προετοιμασία του δρόμου προς τον υπεράνθρωπο, και 5, που ασχολείται με τους τελευταίους ανθρώπους που μένουν πίσω. Αμφότεροι οι λόγοι θα συζητηθούν σε προσεχείς αναρτήσεις. Η διδασκαλία του Ζαρατούστρα εδώ για το ξεπέρασμα του ανθρώπου συγκεντρώνει την προσοχή της στο υπέρ-τον-άνθρωπο, με το νόημα του ριζικού μετασχηματισμού του τρόπου ύπαρξης του ανθρώπου όχι ως ατόμου ή μάζας ατόμων, αλλά ως ανθρώπινου είδους ή γένους, εν τέλει ως μιας νέας φυλής. Αυτό υποδηλώνει και ο βιολογικοός–εξελικτικός χαρακτήρας της χρησιμοποιούμενης γλώσσας.

5. Ένα τέτοιο ανα-τρεπτικό κήρυγμά του, ξέρει καλά ο Ζαρατούστρα, δεν βρίσκει ανταπόκριση μέσα στη μάζα, γιατί η υλοποίησή του δεν μπορεί να είναι έργο ή εγχείρημα  των καθημερινών ανθρώπων, αλλά των δημιουργών: εκείνων που αρνούνται να «είναι ένα βρόμικο ποτάμι» και γίνονται η θάλασσα [=η εξελικτική αλλαγή του είδους] που δέχεται μέσα της τα βρόμικα νερά χωρίς να μολύνεται. Οι δημιουργοί είναι δημιουργοί, γιατί βρίσκουν το νόημά τους πάνω στη γη και όχι στον υπερβατικό θεό ή στα κενά ιδεώδη [=στις αφηρημένες ιδέες] του καλού, του δικαίου κ.λπ. Άρα γίνονται οι μεγάλοι περιφρονητές όλων εκείνων των αξιών, ιδεών και παρόμοιων γνωρισμάτων που κρατούν τον άνθρωπο μέσα στη «φτώχεια, τον βόρβορο και την ελεεινή αυταρέσκεια», μέσα στην αδράνεια του βολέματος.

6.  Ο Ζαρατούστρα είναι αυτός ο δημιουργός–περιφρονητής και καλεί τους ανθρώπους να πραγματώσουν βιωματικά την ώρα της μεγάλης περιφρόνησης. Να πάψουν να είναι άνθρωποιπίθηκοι και να γίνουν υπεράνθρωποι μέσα από την εν έργω  περιφρόνηση της ευτυχίας [=αυτό-   ικανοποίησης εντός του περιορισμένου], της εργαλειακής λογικής [=καθήλωσης σε μια δικαιολογητική «αλήθεια» χωρίς πνοή και λαχτάρα],  της αρετής [=ακινητοποίησης στα όρια του καλού ή του κακού και παράβλεψης της εμπνευσμένης δράσης], της δικαιοσύνης [=ισοπεδωτικού εξισωτισμού], του οίκτου [=της χριστιανικής αγάπης ως υποκρισίας]. Ο υπεράνθρωπος λοιπόν είναι ο εγκόσμιος «θεός», που εισέρχεται στη ζωή μας, εάν τον θελήσουμε, ως αστραπή, ως παραφροσύνη [=βούληση για δύναμη και αιώνια επιστροφή].

7. Ο λαός εν τέλει, που παρακολουθεί την ομιλία του Ζαρατούστρα, γελάει με τον τελευταίο, αντί να γελάει με τον εαυτό του. Γελάει, γιατί μπερδεύει τον υπεράνθρωπο με τον σχοινοβάτη, όπως ακριβώς τα μπερδεύει και αυτός εδώ: πιστεύει πως είναι ο υπεράνθρωπος. Είναι ωστόσο ο διαμεσολαβητής, η πρακτική εφαρμογή της θεωρίας.  Η βούληση για δύναμη, στον παρόντα λόγο, εκφράζεται ως εξής: «η θέλησή σας ας πει: ο υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης!».  Η ανάσυρση του ανθρώπου από τον βόρβορο υλοποιείται μόνο ως ανάκτηση του δυναμικού του Είναι υπό τη μορφή του υπερανθρώπου. Ο υπεράνθρωπος είναι η συνειδητή εμμονή του ανθρώπου  στο νόημα του Είναι (του) που αποκαλύπτεται ως βούληση για δύναμη.  













Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Hegel: Η Λογική του Είναι ως απαρχή ελευθερίας





Γκέοργκ Χέγκελ
1770–1831


Πώς το Λογικό Είναι αυτοστοχάζεται;

§1
          Η Λογική του Είναι  δομείται πάνω στα θεμέλια του Είναι, το οποίο συνιστά τη φιλοσοφική απαρχή της σύμπασας επιστήμης της Λογικής.  Το Είναι ως ξεκίνημα της όλης Λογικής ανάπτυξης δεν μπορεί να έχει άλλον προσδιορισμό πέραν του ότι είναι· δηλαδή πέραν του ότι είναι απροσδιόριστο. Είναι απροσδιόριστο, γιατί είναι καθαρό, δηλαδή απαλλαγμένο από κάθε άλλο προσδιορισμό: είναι μια ολοκληρωμένη αφαίρεση, ένας εντελής χωρισμός, ένα απόλυτο ή αφηρημένο ξεκίνημα, με το νόημα ότι δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη η διαλεκτική μορφής και περιεχομένου. Ως ξεκίνημα της Λογικής, το Είναι διαφέρει ουσιωδώς από την καθαρή, την απόλυτη Γνώση της Φαινομενολογίας του πνεύματος. Εν τούτοις, Είναι και απόλυτη Γνώση προϋποτίθενται κατά αμοιβαίο τρόπο: Το Είναι συνιστά θεμέλιο της Λογικής επιστήμης συνολικά, συμπεριλαμβανομένης και της επιστήμης της εμπειρίας της συνείδησης. Ταυτόχρονα, η καθαρή ή απόλυτη Γνώση, που προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής της επιστήμης, συνιστά προϋπόθεση του Είναι. Η αμοιβαία προϋπόθεση ωστόσο αμφοτέρων δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα: η απόλυτη Γνώση δεν μπορεί να εξηγηθεί, να αιτιολογηθεί, με τους τρόπους και τα μέσα της Φαινομενολογικής της εκδίπλωσης. Μπορεί να θεμελιωθεί μόνο συστηματικά από την ίδια τη Λογική του Είναι, από αυτό δηλαδή που η ίδια είναι. Κανένας προσδιορισμός, καμιά κατηγορία, καμιά πρόταση της Λογικής του Είναι δεν μπορεί να κατανοείται στην αληθινή της ανάπτυξη, όταν εξετάζεται από μια σκέψη που σχετίζεται μόνο με εξωτερικό υλικό και  εξομοιώνει τα πάντα με τα πάντα.    

                                                     §2

Ο καθαρός-λογικός προσδιορισμός: Είναι είναι ολόκληρος ο εαυτός της σκέψης και γι’ αυτό δεν μπορεί να νοείται έξω από την αυτενέργεια της τελευταίας. Το Είναι, επομένως, είναι η λογική μορφή που δεν τελεί σε εξωτερική, τυπική αντί-θεση ή ταυτότητα με τους άλλους καθαρούς προσδιορισμούς της σκέψης ή της νόησης, ούτε μπορεί να είναι άλλο, από άποψη περιεχομένου, έξω από τον εαυτό του ως αφηρημένο, άμεσο, καθαρό Είναι. Το τελευταίο τούτο έχει τη στοχαστική του αντιστοιχία στο καθαρό νοείν [=στην καθαρή σκέψη]. Η  καθαρότητα εδώ υποδηλώνει τον ορίζοντα πραγματοποιήσιμης ελευθερίας. Γι’ αυτό και ο εν λόγω ορίζοντας αναλογεί, πρώτα-πρώτα, στη Λογική του Είναι, εφόσον τούτη συνιστά τη δυνητική πραγμάτωση της απόλυτης διαύγειας και καθαρότητας, εν τέλει της απόλυτης ελευθερίας της σκέψης ως απόλυτης ταυτότητας ή ως απόλυτης Ιδέας. Υπ’ αυτό τον ορίζοντα λοιπόν εξηγείται καλύτερα, γιατί το Είναι, αν και απροσδιόριστο, καθαρό, χωρίς ποιότητα, εν τούτοις εντάσσεται από τον Χέγκελ στο τμήμα της προσδιοριστικότητας, της ποιότητας. Ως αφηρημένη οντότητα συνιστά το μέγιστο αφηρημένο περιεχόμενο ολόκληρου του εαυτού του νοείν, δηλαδή της έννοιας καθεαυτήν. Ως τέτοιο περιεχόμενο εκφράζει μια μορφή κυρίαρχης σκέψης, που δεν συνάδει με το πνεύμα της ελεύθερης έννοιας, ήτοι της απόλυτης ελευθερίας της σκέψης αλλά απεναντίας απειλεί να καταστρέψει τη δυναμική της. Πώς αντιμετωπίζεται μια τέτοια καταστροφή; Με τη δια-λογική [=δια-λεκτική] αυτο-εκδίπλωση της εσωτερικής δυναμικής που περικλείει το Είναι ως άμεσο ή καθαρό Είναι.

                                                     §3

Πώς κατανοείται μια τέτοια αυτο-εκδίπλωση; α) ως η νόηση που σκέπτεται, δηλαδή  αυτοστοχάζεται· αυτοστοχάζεται το τι και το ότι είναι: την αμεσότητά της ως το Είναι. Ποιο είναι το Είναι; Το ότι σκέπτεται ότι σκέπτεται. Έτσι το Είναι γίνεται το ξεκίνημα της Λογικής επιστήμης όχι ως κάτι που απλώς είναι, αλλά ως το Είναι που σκέπτεται την αμεσότητά του, το ότι δηλαδή είναι. Γι’ αυτό, αν και το ίδιο απροσδιόριστο, ωστόσο ο Χέγκελ το εντάσσει στο τμήμα της Λογικής, το οποίο ορίζει ως προσδιοριστικότητα ή ως ποιότητα. Το ότι ανήκει σε αυτό το τμήμα με τον προσδιορισμό πως είναι το ξεκίνημα της επιστήμης, καθίσταται ο ορίζοντας κάθε προσδιοριστικότητας. β) ότι το νοείν σκέπτεται αυτό που είναι, δηλαδή το Είναι, και τίποτα άλλο. Τούτο σημαίνει: Ι. ότι ευθύς με το ξεκίνημα της Λογικής επιστήμης διασφαλίζεται η ενότητα του Λογικού στοιχείου με το Οντολογικό. Έτσι από τη μια πλευρά έχουμε το ενεργό υποκείμενο, που ενδιαφέρεται να γνωρίσει την αρχή (Prinzip), όπως υπάρχει αντικειμενικά και αποτελεί το ξεκίνημα της Λογικής διαδικασίας, γι’ αυτό και ενεργεί ως νοείν· αυτό είναι η μορφή, η υποκειμενική αρχή, δηλαδή η έννοια ως νοείν που δεν είναι λιγότερο το ξεκίνημα από την άλλη, την αντικειμενική αρχή, την αντικειμενική αλήθεια, δηλαδή την έννοια καθεαυτήν, ήτοι το καθαρό Είναι, που είναι το περιεχόμενο, έστω και το πιο ενδεές· το περιεχόμενο με το νόημα ότι το νοούν υποκείμενο αφήνει ελεύθερη τη δυναμική της σκέψης του να προσδιορίζει το απροσδιόριστο άμεσο, να προσδιορίζει δηλαδή το μη-προσδιορισμένο ή το όχι ακόμα προσδιορισμένο και να γίνεται έτσι μέθ-οδος, η μετά–οδός,  η via negationis.