Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Hegel: κράτος και κοινωνία ΙΙ





                                         
                                       Γκέοργκ Χέγκελ
                                                       1770–1831

                                     Τι είναι το κράτος;
                                                        
                                                               §1

Είναι κοινός τόπος πως η πολιτική φιλοσοφία του Χέγκελ συνδέεται θεμελιακά με τη Γαλλική Επανάσταση και μεταστοχάζεται διαλεκτικά τις πολύτροπες σεισμικές δονήσεις, που η Επανάσταση προκάλεσε στο πολιτικό στερέωμα του νεωτερικού κόσμου. Απ’ αυτή την άποψη κατανοεί τον εαυτό της,  διεκδικεί δηλαδή την ιστορική της αλήθεια, ως φιλοσοφία της επανάστασης και της ελεύθερης κοινωνίας μέσα στον ιστορικό ορίζοντα της νεωτερικής εποχής. Κύριος λοιπόν σκοπός της ιστορίας είναι να γνωρίσει το ανθρώπινο πνεύμα (der menschliche Geist) την ελευθερία του και συναφώς την ενεργό πραγματικότητα αυτής της ελευθερίας. Γράφει σχετικά ο Χέγκελ:

«η παγκόσμια ιστορία είναι η πρόοδος μέσα στη συνείδηση της ελευθερίας –μια πρόοδος που πρέπει να γνωρίσουμε [και να αναγνωρίσουμε] μέσα στην αναγκαιότητά της» (Werke 12, 32).  

Έτσι η ως άνω φιλοσοφία προορίζεται να μεθερμηνεύσει στην πράξη αυτή την αναγκαιότητα της προόδου στη συνείδηση της ελευθερίας. Γι’ αυτό συγκαταλέγεται στη λεγόμενη πρακτική φιλοσοφία, της οποίας οι καταβολές ανάγονται στον Αριστοτέλη. Με την εγελιανή ορολογία πρόκειται πιο ειδικά για τη φιλοσοφία του αντικειμενικού πνεύματος, που επιτυγχάνει την ολοκλήρωσή της στη φιλοσοφία του απόλυτου πνεύματος.

                                                              §2

Πώς δομείται το εν λόγω αντικειμενικό πνεύμα μέσα στον κόσμο των ανθρώπων; Από άποψη γενικής αρχής δομείται με τους θεσμούς της κοινωνίας και του κράτους. Αυτούς τους θεσμούς πραγματεύεται, μεταξύ των άλλων, ο Χέγκελ συστηματικά στο κατ’ εξοχήν πολιτικό του έργο: Βασικές γραμμές της φιλοσοφίας του Δικαίου ή φυσικό δίκαιο και πολιτική [ή πολιτειακή] επιστήμη σε επιτομή (1821).  Ο γερμανός φιλόσοφος συλλαμβάνει το κράτος ως ένα ρητά προσδιορισμένο όλο ανθρώπινων ατόμων, ως μια ενεργώς πραγματική ύπαρξη (wirkliche Existenz), που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα όλων των πολιτών. Πριν απ’ όλα αναδύεται μέσα από την ιστορία του: ιστορία σκέψης και άμεσης πρακτικής και ως ιστορικό προϊόν δεν μπορεί να ταυτίζεται με φαντασιακές απεικονίσεις κάποιου ιδανικού κράτους, που έχει την πραγματικότητά του πέρα από τις θεσμικές ανάγκες του νεωτερικού ανθρώπου. Ακολουθεί την κίνηση του Λόγου και συγκροτεί ένα αξιακό σύστημα Δικαίου, που φιλοδοξεί να υπερβαίνει τον εξοντωτικό ανταγωνισμό της αστικής κοινωνίας. Κατ’ αυτή την έννοια, το κράτος είναι το ηθικό σύμπαν, με καθορισμένο θεμέλιό του τον Λόγο. Αυτός ο Λόγος αποτρέπει το Δίκαιο εν γένει να σχετίζεται είτε με την εξωτερική αυθεντία του κράτους, δηλαδή με την κρατική βία, είτε με την αυθεντία του εσωτερικού συναισθήματος.

                                                             §3

                            Το κράτος δεν είναι έργο τέχνης:

«[1] Το κράτος καθεαυτό και διεαυτό είναι το κοινωνικά ηθικό όλο, η πραγμάτωση της ελευθερίας· και συνιστά απόλυτο σκοπό του Λόγο, το να είναι η ελευθερία πραγματική. Το κράτος είναι το πνεύμα, εγκατεστημένο μέσα στον κόσμο, όπου πραγματοποιεί τον εαυτό του συνειδητά, ενώ στη φύση πραγματώνει τον εαυτό του ως το άλλο του εαυτού του, ως κοιμώμενο πνεύμα. Το πνεύμα είναι το κράτος, μόνο όταν είναι παρόν μέσα στη συνείδηση και γνωρίζει τον εαυτό του ως υπάρχον αντι–κείμενο. Κάθε σκέψη περί ελευθερίας πρέπει να ξεκινά όχι από την ενικότητα, από την καθέκαστη αυτοσυνείδηση, αλλά μόνο από την ουσία της αυτοσυνείδησης, γιατί, είτε ο άνθρωπος το γνωρίζει είτε όχι, τούτη η ουσία πραγματώνει τον εαυτό της ως αυτόνομη δύναμη και τα καθέκαστα άτομα είναι απλώς στοιχεία της: το κράτος έγκειται στο να είναι η πορεία του θεού μέσα στον κόσμο, η βάση του είναι η δύναμη του Λόγου, που πραγματώνει τον εαυτό του ως βούληση.

[2] Υπό την Ιδέα του κράτους δεν πρέπει να έχουμε κατά νου επί μέρους κράτη ή επί μέρους θεσμούς, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: να θεωρούμε την Ιδέα  αυτή καθεαυτήν, αυτό τον πραγματικό θεό. Κάθε κράτος, ακόμη κι αν το κρίνουμε ως κακό με βάση τις δικές του αρχές, ακόμη κι αν αναγνωρίζουμε σ’ αυτό τούτη ή εκείνη την έλλειψη, έχει πάντοτε τα ουσιώδη στοιχεία της ύπαρξής του εντός εαυτού, αρκεί βέβαια να ανήκει στα προηγμένα κράτη της εποχής μας. Επειδή όμως είναι ευκολότερο να εντοπίζουμε ελλείψεις από το να συλλαμβάνουμε το θετικό, υποπίπτουμε εύκολα στο λάθος, να λησμονούμε τον ενδότερο οργανισμό του ίδιου του κράτους για χάρη επί μέρους πλευρών. Το κράτος δεν είναι ένα έργο τέχνης· υπάρχει μέσα στον κόσμο, ως εκ τούτου στη σφαίρα της αυθαιρεσίας, της συγκυρίας και του λάθους· κακή συμπεριφορά  μπορεί να το παραμορφώσει από πολλές απόψεις. Αλλά ο πιο αποκρουστικός άνθρωπος, ο εγκληματίας, ένας άρρωστος ή ένας ανάπηρος εξακολουθεί να είναι ένας ζωντανός άνθρωπος· το καταφατικό [ή το θετικό], η ζωή, υφίσταται σε πείσμα τέτοιων ελλείψεων …» (W7, 403–404).

                                                          §4
                                        
                                               Ένα σχόλιο

1. Το κράτος, όπως το συλλαμβάνει ο Χέγκελ, έχει την οντολογική του ρίζα στον ορίζοντα του πνεύματος. Τούτο υποδηλώνει πως οι πολίτες δεν αποτελούν απλούς υπηκόους, αλλά διεκδικούν αδιάπτωτα την πνευματική τους αυτονομία, τουτέστι την ανεξαρτησία τους από τον ωφελιμισμό του πολιτικού συστήματος, και τις περιστάσεις ισχυροποίησης αυτού του συστήματος. Μια τέτοια αυτονομία οδεύει ολοταχώς προς εφαρμογή του ορθολογικού Δικαίου. Εφαρμογή δηλαδή όχι με τη λογική του κοινού νου, αλλά με εκείνη που υπαγορεύει ο ηθικός βίος, η κοινωνική ηθική (Sittlichkeit) ως εσωτερική, συμπαντική ενότητα ατομικότητας και πολιτικής κοινότητας. Κατά τη Λογική ετούτης της κοινωνικής ηθικής, μια κοινωνική και πολιτική ολότητα, που θέλει να αυτοθεσμίζεται, συνδυάζει μέσα της ως ισοζυγία αντίρροπων τάσεων του Καλού όλους εκείνους τους προσδιορισμούς, που συγκροτούν τον χαρακτήρα ενός έθνους (ό.π., σ. 35).


2. Τα άτομα, μέσα στο κράτος,  προορίζονται να διάγουν μια καθολική ζωή και να πραγματώνουν την πολιτική τους ουσία ως αληθινή ελευθερία. Αληθινή ελευθερία γι’ αυτά σημαίνει πως δεν είναι υποταγμένα σε μια σιδερένια και έξωθεν επιβαλλόμενη καθηκοντολογία παρά βρίσκονται σε εσωτερική ανταπόκριση με την Ιδέα του κράτους, δηλαδή με τη Λογική Ιδέα, που τους επιτρέπει να αντικρίζουν το συγκεκριμένο κράτος στη δεδομένη του ιστορικότητα: με λάθη, παραλείψεις, στρεβλώσεις και αυθαιρεσίες. Συνεπώς, μόνο ένα τέτοιο κράτος που δεν είναι έργο τέχνης, δηλαδή δεν είναι τέλειο και ιδεατό, μπορεί να πραγματώσει την ηθική Ιδέα ως διαλεκτική σύνθεσης και συνύπαρξης των αντιθέτων. Η ισχύς αυτής της διαλεκτικής διασφαλίζει την καθολική έκφραση της υποκειμενικότητας, αλλά συνάμα και την πλήρη ελευθερία της τελευταίας ως μερικότητας ή ατομικότητας. Τότε συμβαίνει η ευδαιμονία των ατόμων και η γενική ευημερία να αποτελούν το περιδινούμενο όλο, που καταφάσκει τη ζωή ως δημιουργία

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Πλάτων: από το φυσικό στο θετικό δίκαιο






                                              Πλάτων:
                         Δικαιοσύνη και φυσικό δίκαιο

                                                             §1

Ποια σχέση μπορεί να έχει η δικαιοσύνη με το φυσικό δίκαιο; Από μια γενική άποψη, ο Πλάτων επιχειρεί να συλλάβει την ουσία της δικαιοσύνης με βάση την οντολογική θεμελίωση του δικαίου εκείνου, που ανταποκρίνεται στη φύση των πραγμάτων και το οποίο θα μπορούσε να αποκληθεί φυσικό, καθώς αναδύεται από την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Πριν απ’ όλα, η δικαιοσύνη ενδημεί στη σφαίρα της αλήθειας και όχι της απλής δόξας. Τούτο σημαίνει πως δεν τοποθετείται στη μια πλευρά της κοινωνίας ή της πολιτείας, για να βρεθεί έτσι σε αντιπαράθεση με την άλλη. Δεν εντάσσεται, ας πούμε, στην περιοχή της ουσίας ώστε να είναι σε αντιπαράθεση με το κατά συμβεβηκός ή με το επουσιώδες· ούτε επίσης μονοσήμαντα στην πλευρά του νόμου προς αντιπαράθεση με τη φύση. Απεναντίας στέκεται πάνω από έναν τέτοιο διχοτομικό λόγο. Βρίσκεται πέραν όλων τούτων: σε ένα είδος επέκεινα αυτών. Ανήκει στη σφαίρα του Αγαθού. Ακριβώς όπως ο Πλάτων το συλλαμβάνει να είναι, μέσα στον κόσμο των Ιδεών, η αρχή, η μέθοδος, το παράδειγμα και το  μέτρο, έτσι  συλλαμβάνει και τη δικαιοσύνη, μέσα στον εμπράγματο κόσμο των όντων: να είναι η λειτουργική παρουσία του Αγαθού.

                                                           §2

Ο Πλάτων τοποθετεί πάντα τη δικαιοσύνη στην πρακτική σφαίρα, στο πεδίο της πράξης: τη συνάπτει με την προοπτική της ευδαίμονος πόλης και του ευδαίμονος βίου των πολιτών. Πώς όμως μπορεί τούτη η σφαίρα να υπερβαίνει τη συμβατική λειτουργία του νόμου, καταπώς την κατανοούσαν οι σοφιστές ως την ανύψωση του ανθρώπινου υποκειμένου σε μέτρο όλων των πραγμάτων; Με την αναγωγή της δικαιοσύνης στα οντολογικά της θεμέλια και ορισμένως με την αναγνώριση της φύσης ως οντολογικού τόπου του δικαίου. Αν και η φύση δεν χρησιμοποιείται συχνά από τον Πλάτωνα ούτε δείχνει να αποτελεί μια αυθύπαρκτη οντότητα, εν τούτοις συνιστά, κατά κάποιο τρόπο, ένα αρχέτυπο τάξης και αρμονίας. Μας διανοίγει σε μια έννομη τάξη, που προϋποθέτει ένα πράττειν «κατά τον νόμο της φύσεως» (Γοργίας, 483e), όχι όμως με το σοφιστικό νόημα του κατά φύση ισχυρότερου, αλλά με εκείνο, όπου ο άνθρωπος διέρχεται μέσα απ’ αυτόν τον νόμο της φύσης για να αναζητήσει τον ιστορικό νόμο του δικαίου. Σύμφωνα με την αναζήτηση αυτή, η δικαιοσύνη είναι σύμφυτη με το Είναι του κόσμου και διεκδικεί τη λειτουργική, αισθητή της παρουσία μέσα στον κόσμο της Πόλεως, έχοντας ως υποσήμανση ορθοπραγίας το φυσικό δίκαιο.

                                                          §3
 Η εν λόγω ορθοπραγία ή οικειοπραγία νοείται από τον Πλάτωνα ως μια φυσική αρμονία: συνυφαίνεται με τη φύση των πραγμάτων και ιδιαίτερα με την αναγκαιότητα εναρμόνισης της κοινωνικής και πολιτικής πράξης με τη φύση του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται εφικτή η άρση των ανισοτήτων, που έρχονται από τη φύση. Μια τέτοια άρση επιτυγχάνεται μόνο από την πολιτική πράξη, που στηρίζεται στο θετικό δίκαιο· ένα θετικό δίκαιο όμως που ανάγει το οντολογικό του θεμέλιο στο φυσικό δίκαιο και το οποίο δεν μετατρέπει τη φυσική ανισότητα σε μια απόλυτη νομική ανισότητα, όπως συμβαίνει με τους σοφιστές, αλλά σε μια πολιτική ισότητα με βάση την αρχή: ίση μεταχείριση των ίσων και άνιση των άνισων· άνιση των άνισων με ένα πνεύμα ισότητας, που γεωμετρικά προσμετρά την κατάσταση ανισότητας, έτσι ώστε να την περιορίζει και να την αποδυναμώνει. Από εδώ προκύπτει πως μέσα στον αισθητό κόσμο δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτη ισότητα παρά μόνο η δυνατότητα εφαρμογής του θετικού δικαίου. Τέτοια δυνατότητα γίνεται πραγματικότητα, καθώς ο Πλάτων εισάγει το φυσικό δίκαιο μέσα στην πολιτική κοινότητα των ανθρώπων ως το πρόπλασμα για τη συγκρότηση του θετικού δικαίου και την εφαρμογή του επί ίσοις όροις για όλους.