Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Ευριπίδης: ο διαλεκτικός νόμος του τραγικού



                            
                          Τρωάδες του Ευριπίδη:
                        πώς καταστρέφονται οι ισχυροί;

                                                          §1

1. Το πνεύμα, που διαποτίζει τις Τρωάδες του Ευριπίδη, είναι η διαύγαση της κατάστασης των νικητών και συναφώς των ισχυρών. Η διαύγαση τούτη γίνεται πάντοτε σε σχέση με την κατάσταση των ηττημένων και των αδύναμων. Η πρώτη και η δεύτερη κατάσταση αποτελούν δυο πτυχές της ενιαίας ανθρώπινης κατάστασης, που συνδέεται με τη δραματική εξέλιξη του έργου. Στην περίπτωση του Ευριπίδη –του πιο τραγικού από τους ποιητές– και πιο ειδικά της συγκεκριμένης τραγωδίας, το πνεύμα αυτής της διαύγασης είναι ο τραγικός Λόγος. Ετούτος ο Λόγος πλάθει και μεταπλάθει τον μύθο της εν λόγω τραγωδίας με βάση τις δικές του δυνάμεις και προς επίρρωση της δικής του οντολογικής εγκυρότητας.
2. Εκκινώντας από τούτη την εγκυρότητα επιχειρεί να φέρει στο φως την απόκρυφη και άκρως τραγική κατάσταση της ανθρώπινης ψυχής και γενικότερα της ανθρώπινης συνθήκης. Στις Τρωάδες, η ανθρώπινη συνθήκη σχετίζεται με την τραγωδία-ολοκαύτωμα  Αχαιών και Τρώων. Οι πρώτοι πολιορκούσαν επί δέκα χρόνια την Τροία με απαράμιλλη ανδρεία. Δεν μπόρεσαν όμως να την κυριεύσουν.  Ωστόσο, ό,τι δεν μπόρεσαν με την πολεμική ανδρεία, το κατόρθωσαν  με δόλο. Συνέπεια μιας τέτοιας νίκης ήταν να μετατραπούν από νικητές σε θηριώδεις σφαγείς: αιχμαλωτίζουν γυναίκες, για να τις φέρουν στην Ελλάδα ως σκλάβες, σφάζουν όλους τους άνδρες, σκοτώνουν τα μικρά παιδιά.   

                                                          §2

1. Δυνάμει του διαλεκτικού χαρακτήρα του τραγικού, η νίκη αυτή  θα γίνει ο τάφος των Αχαιών. Ουδεμία νίκη, στο ιστορικό στερέωμα του ανθρώπου, δεν αποτρέπει τους ισχυρούς από την καταστροφή, ήτοι από την αυτοκαταστροφή τους. Εδώ έγκειται η διαλεκτική «πανουργία» του τραγικού Λόγου. Στις Τρωάδες, η ανίερη δράση των νικητών προκαλεί την οργή των θεών εναντίον τους και στη συνέχεια την απαρχή των δικών τους δεινών. Σημειολογικά αξίζει να παρατηρήσουμε, πριν από κάθε περαιτέρω ερμηνεία του έργου, πως ο Ευριπίδης ανέβασε το έργο αυτό (415 π.Χ.) λίγο μετά τη σφαγή των Μηλίων (416 π.Χ.) από τους Αθηναίους, ενώ την ίδια περίπου χρονική στιγμή αποφασιζόταν η εκστρατεία στη Σικελία, που οδήγησε εν τέλει στην κατά κράτος ήττα τους το 404 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες. Από δυνάστες των Μηλίων οι Αθηναίοι θα μετατραπούν σε συντρίμμια.
2. Η βάρβαρη συμπεριφορά των ισχυρών απέναντι στους ανίσχυρους δείχνει πόσο αδίστακτη είναι η εξουσία τους και πόσο ολέθρια αποβαίνει στο τέλος και για τους ίδιους. Στις Τρωάδες το ξεκίνημα γίνεται με τον διάλογο Ποσειδώνα και Αθηνάς. Ο Ποσειδώνας, ως προστάτης των Τρώων, βλέπει την καταστροφή της Τροίας και αναθυμάται την εικόνα της άλλοτε ευτυχισμένης πόλεως. Συγχρόνως συλ-λογιέται πως η εύνοια της Αθηνάς προς τους Αχαιούς προκάλεσε αυτό τον όλεθρο. Την ίδια στιγμή όμως η Αθηνά ζητά από τον Ποσειδώνα να συνεργαστούν από κοινού για να τιμωρήσουν τους Έλληνες που βεβήλωσαν το ναό της. Η μεταστροφή της Αθηνάς σημαίνει μεταστροφή της τύχης των Ελλήνων και αντιστροφή της ως τώρα εξουσιαστικής τους στάσης.   

                                                        §3

1. Πρόκειται για την πιο υψηλή εκδίπλωση του τραγικού Λόγου: ευθύς εξαρχής μας μυεί στην οργή των θεών για τους Έλληνες και μας προϊδεάζει έτσι για τον τραγικό χαρακτήρα των δρώμενων και για την ένταση της τραγικής ιδέας. Χωρίς αυτό τον χαρακτήρα και αυτή την ένταση, ο ποιητικός λόγος θα είχε απλώς αναλωθεί σε γοερούς θρήνους και οιμωγές· κατ’ αυτό τον τρόπο θα περιοριζόταν στο να προκαλεί οίκτο μάλλον παρά δέος: θα ήταν ένας  θρηνητικός παρά τραγικός Λόγος, γιατί δεν θα διέσωζε την αντίρροπη τάση του, δηλαδή τη δυναμική υπέρβαση του παθητικώς υπάρχειν, και έτσι θα στερούνταν την ένταση του υψηλού.
2. Στην επιφάνεια της ύπαρξης, η νίκη των Αχαιών συνεπάγεται εξανδραποδισμό των Τρώων: η Εκάβη θρηνεί το χαμό της οικογένειας και μαθαίνει πως οι γυναίκες, ένα μέρος τους στην αρχή, πρόκειται να παραχωρηθούν στους διάφορους στρατηλάτες των Ελλήνων, προεξάρχοντος του Αγαμέμνονα. Ένα άλλο μέρος των Τρωάδων περιμένει τον κλήρο της μοίρας του.  Η Ανδρομάχη, σύζυγος του Έκτορα, μαθαίνει από τον κήρυκα πως οι Αχαιοί ετοιμάζονται να ρίξουν από τα τείχη της Τροίας το γιο της, τον Αστυάνακτα. Τελευταίες στιγμές αποχαιρετισμού του παιδιού της, προτού και η ίδια δοθεί ως γέρας στον Νεοπτόλεμο, τον γιο του Αχιλλέα. Η αποκορύφωση του δραματικού γίγνεσθαι μετά την άλωση της Τροίας συγκινεί και συγκλονίζει.
  
                                                           §4

1. Στα ενδότερα βάθη της ιστορικής ύπαρξης, το δραματικό τούτο γίγνεσθαι δεν αφορά τόσο μια προσωπική τραγωδία προσώπων όσο την ιδιάζουσα στην ιστορία τραγωδία της. Σε τι έγκειται, πιο συγκεκριμένα, η τραγωδία της ιστορίας; Στο ότι οι νικητές καταφάσκουν την ύπαρξή τους ως θηριωδία. Επειδή οι νικητές είναι εκείνοι που γράφουν «την» ιστορία, η θηριωδία προσδιορίζει το έργο τους και κατευθύνει τη σκέψη τους: π.χ. σκοτώνουν τον Αστυάνακτα με τη λογική ότι μπορεί, όταν μεγαλώσει, να ξαναζωντανέψει την Τροία. Κατά την δραματική εξέλιξη των Τρωάδων, η τραγική ιδέα έχει το έρεισμά της όχι στο κοινό επιχείρημα για το πιο είναι καλό ή κακό, αλλά στο βαθύρριζο επιχείρημα που αναγνωρίζει την ύψιστη τιμή στους Τρώες, γιατί υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους, σε αντίθεση με τα ταπεινά κίνητρα των Ελλήνων, που έφυγαν μακριά από τους αγαπημένους τους για να κουρσέψουν μια ξένη χώρα.
2. Το τραγικό στοιχείο του έργου κορυφώνεται σε όλη την κλίμακα των θρηνητικών και των άλλων απέλπιδων, αλλά πάντοτε καθαρών-τίμιων πράξεων της αιχμάλωτης Εκάβης, ως εκείνης της τραγικής ύπαρξης, που τώρα απηχεί την τραγική μοίρα ενός ολόκληρου έθνους. Παραδειγματικές στιγμές του εντεινόμενου δραματικού της πόνου είναι, για παράδειγμα, η σκηνή, όπου ο Ταλθύβιος [=κήρυκας] μεταφέρει στην Εκάβη το σώμα του εγγονού της, του Αστυάνακτα, για να το θάψει πάνω στην ασπίδα του πατέρα του: από αντικείμενο προστασίας στη μάχη του γενναίου Έκτορα η ασπίδα γίνεται τώρα σάβανο ενταφιασμού. Η καθολική τραγωδία των Τρωάδων έχει την αντιστοιχία της στην προσωπική τραγωδία της Εκάβης. Μέσα σ’ αυτό το τραγικό πνεύμα, οι Έλληνες, έχοντας γίνει ισχυροί με δόλο, αντιμετωπίζουν το μικρό παιδί με ασπλαχνία και δειλία. Φοβούνται εκδίκηση, όταν μεγαλώσει. Οι κάκιστοι δυνάστες, οι αδίστακτοι εξουσιαστές, στο τέλος βιώνουν την ωμότητα, που οι ίδιοι επέλεξαν για τους άλλους. Η καταστροφή της πόλεως, εδώ της Τροίας, θα επιφέρει και την καταστροφή του στρατού των Αχαιών. Ο θυμωμένος Ποσειδώνας δεν ξεχνά.




Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Πώς νοείται σήμερα η πολιτική ορθότητα;



                            Κυριάκος Κατσιμάνης

                 Η πολιτική ορθότητα ως απειλή
                    (Αναδημοσίευση από το περιοδικό: Φιλοσοφία και Παιδεία, έτος190 ,
                                    τεύχος 65, Ιούνιος-Δεκέμβριος 2013, σσ. 4-6)


Η μόδα της «πολιτικής ορθότητας» έχει έρθει προ πολλού και στη χώρα μας. Είχε ξεκινήσει πριν από μερικές δεκαετίες στις Η.Π.Α. ως απόπειρα καταπολέμησης των διακρίσεων απέναντι σε θεωρούμενες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (μαύρους, ομοφυλόφιλους, μετανάστες κτλ.) και για το σκοπό αυτό κρίθηκε σκόπιμη η χρήση «ουδέτερων» και ανώδυνων εκφράσεων σχετικά με τις ομάδες αυτές (για παράδειγμα «έγχρωμος» αντί «μαύρος»). Ως εδώ, κανένας λογικός άνθρωπος με κοινωνικές ευαισθησίες δε θα είχε την παραμικρή αντίρρηση. Γρήγορα όμως η όλη κίνηση, παρά τις αρχικές αξιέπαινες προθέσεις, γενικεύτηκε υπέρμετρα και εξετράπη σε υπερβολές, για να εξελιχτεί τελικά σε de facto φίμωση της γλώσσας  με μια σειρά απλές διαδικασίες. Συγκεκριμένα, προβλήθηκαν και υπογραμμίστηκαν κατά κόρον ορισμένες αρνητικά φορτισμένες και άκρως δυσφημιστικές λέξεις (ανισότητα, διακρίσεις, σεξισμός, ξενοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, φασισμός κτλ.). Και ταυτόχρονα οι λέξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως ανεξίτηλα κοινωνικοπολιτικά στίγματα, το καθένα από τα οποία ήταν και με το παραπάνω αρκετό για να καταδικάσει σε «λιθοβολισμό» ή να οδηγήσει σε «θάψιμο» κάθε ανυπακοή ή παρέκκλιση.
Αλλά το χειρότερο είναι ότι οι πάντες απέφυγαν επιμελώς να προσδιορίσουν επακριβώς το νοηματικό περιεχόμενό των παρα-πάνω λέξεων. Αντίθετα, το περιεχόμενό τους εμφανίστηκε σκοπί-μως θολό, υπέρμετρα διευρυμένο και παλινδρομικά κινούμενο ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά, κάτι που ευνοεί το συνθηματολογικό καταγγελτικό λόγο[1]. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στην έντεχνα προωθούμενη σύγχυση μπορεί κανείς ανά πάσα στιγμή, ανάλογα με το τι τον εξυπηρετεί και τι τον συμφέρει, να καταγγείλει, για παράδειγμα, οποιονδήποτε ως σεξιστή, ως ξενό-φοβο ή ως ρατσιστή! Πρόκειται για κακοποίηση της σημασίας των λέξεων, που είναι εκδήλωση παρακμής του πολιτικού ήθους[2]. Όταν οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους, συσκοτίζεται η ορθή αντίληψη για τα πράγματα, εμποδίζεται η ομαλή ένταξη στον αντικειμενικό κόσμο και  διαταράσσεται η αρμονική σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον. Οπότε, μέσα στη σύγχυση που καλλιεργείται συστηματικά: α) υποχρεώνεται κανείς να δεχτεί ως αλήθειες ορισμένα κραυγαλέα ψεύδη, β) στερείται το δικαίωμα της διαφωνίας και της διαμαρτυρίας και γ) καταντά εύκολο και ανήμπορο θύμα μεθοδεύσεων που σχεδιάζονται από οργανωμένες μειοψηφίες και προωθούνται με τη διαδικασία της στοχευμένης τρομοκράτησης.
Με την απειλή, λοιπόν, της επικόλλησης μιας ή περισσότερων από αυτές τις ονειδιστικές «ετικέτες», υποχρεώνεται εκ των  προτέρων σε σιγή κάθε ανυπόταχτη σκέψη, κάθε αντίθετη γνώμη, κάθε εύλογη διαμαρτυρία, κάθε προσήλωση τόσο σε θεμελιώδεις μορφές οργανωμένης συλλογικότητας (οικογένεια, θρησκεία, πατρίδα, έθνος) όσο και σε αξίες, αρχές, πεποιθήσεις, παραδοχές, πολιτιστική ιδιοπροσωπία κτλ. Οι επικαλούμενοι την πολιτική ορθότητα αυτά όλα τα υποβαθμίζουν, τα αποδομούν, τα απαξιώνουν και τα ευτελίζουν χαρακτηρίζοντάς τα θλιβερά κατάλοιπα σκοταδιστικών προσκολλήσεων και εμμονών. Επομένως, με τη μέθοδο του προκαταβολικού διασυρμού κάθε υπόνοια παρέκκλισης από την επίσημη και καθαγιασμένη «γραμμή» καταπνίγεται στη γένεσή της. Σταδιακά και ανεπαίσθητα, μέσω της ελεγχόμενης χρήσης της γλώσσας, η πολιτική ορθότητα φιμώνει την ελεύθερη έκφραση της σκέψης και μέσω μιας ισοπεδωτικής αντίληψης για την ισό-τητα και ενός δημαγωγικού (δηλαδή υποκριτικού) εκδημοκρατισμού αστυνομεύει τη συμπεριφορά.
Παραθέτουμε πρόχειρα τρεις άνισης βαρύτητας και φαινομενικώς άσχετες μεταξύ τους περιπτώσεις, στις οποίες όμως οι αντιλήψεις και οι πρακτικές της πολιτικής ορθότητας εμφανίζονται κατά τρόπο χαρακτηριστικό:
1. Το Φεβρουάριο του 1993 πραγματοποιήθηκε στο Κολέγιο  Wellesley της Μασαχουσέτης διάλεξη από τον φερόμενο ως «δια-κεκριμένο Αιγυπτιολόγο» Yosef A.A. ben Yohannan. Ο ομιλητής, απηχώντας τις θεωρίες του «αφροκεντρισμού»  (δηλαδή της πνευματικής κίνησης που  θεωρεί κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού τη Μαύρη Αφρική και αντιμετωπίζει τους Έλληνες ως «κλέφτες» και σφετεριστές της προσφοράς της), υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι ο Αριστοτέλης μετέβη στην Αίγυπτο και «σύλησε» πνευματικά τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας για να συγγράψει τα δικά του έργα. Τότε η παριστάμενη καθηγήτρια των κλασικών σπουδών Mary Lefkowitz, η οποία με δύο βιβλία, με επιστημονικά άρθρα στον αμερικανικό και τον ευρωπαϊκό τύπο αλλά και με καταχωρίσεις στο Internet θα αποδείξει με καταλυτικά επιχειρήματα ότι ο αφροκεντρισμός αποτελεί από επιστημονική άποψη μια εντελώς ανυπόστατη και παιδαριώδη κατασκευή, ρώτησε τον ομιλητή πώς μπορεί να υποστηρίζει παρόμοιες ανακρίβειες τη στιγμή κατά την οποία είναι ιστορικώς αναμφισβήτητο ότι: α) ο Αριστοτέλης ουδέποτε πάτησε το πόδι του στην Αίγυπτο και β) η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε…μετά το θάνατο του φιλοσόφου! Το αποτέλεσμα της παρέμβασης ήταν ο ομιλητής να αρνηθεί να απαντήσει και να κατηγορήσει απλώς την καθηγήτρια για εμπάθεια και εχθρότητα προς το μαύρο πληθυσμό, ενώ παράλληλα οι προσκείμενοι στον αφροκεντρισμό φοιτητές την προπηλάκισαν καταγγέλλοντάς την ως «ρατσίστρια» χαρακτηριζόμενη από μονομερή αντίληψη της ιστορίας [3]. Όσο για τις πανεπιστημιακές αρχές, σύμφωνα με πληροφορίες όχι μόνο δε στάθηκαν στο πλευρό της, αλλά και την επιτίμησαν, επειδή δεν άφησε κάποιες εθνοτικές ομάδες να προβάλουν ανεμπόδιστα την κουλτούρα τους, δηλαδή να προπα-γανδίσουν χωρίς αντίλογο τις κατάφωρες αντιεπιστημονικές φαντασιώσεις τους!
2.  Πρόσφατο κρούσμα γλωσσικής «λοβοτομής»: φαίνεται ότι οι πανάρχαιες και ιστορικά «καθαγιασμένες» λέξεις «πατέρας» και «μητέρα», οι οποίες, νοηματικά,  συνυφάνθηκαν ανέκαθεν με την κοινωνική υπόσταση των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, δηλαδή αποτέλεσαν δομικά στοιχεία της διαχρονικής κουλτούρας μας ως έλλογων όντων, βαίνουν προς βίαιη και οριστική απαγόρευση. Πραγματικά, σε δημόσια έγγραφα ορισμένων «προηγμένων» χωρών, οι ενδείξεις «όνομα πατρός», «όνομα μητρός» έχουν ήδη αντικατασταθεί από τις ενδείξεις «γονέας Α΄», «γονέας Β΄», ώστε να καταπολεμηθούν τα «σεξιστικά στερεότυπα» σύμφωνα με την απόφαση 12267 της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να μην περιέρχονται σε δύσκολη θέση οι παντρεμένοι μεταξύ τους ομοφυλόφιλοι καθώς αντιμετωπίζουν τις προβλεπόμενες  διαδικασίες για την εκ μέρους τους υιοθέτηση παιδιών[4].
3.  Και για να μην ξεχνάμε τα καθ’ ημάς, σε εκείνο το αλήστου μνήμης βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού –-και στο όνομα της υπόρρητης καταδίκης της… φαλλοκρατικής αντίληψης στο σχολικό χώρο-– υπήρχε μία περίοδος, όπου η γλώσσα και η αισθητική είχαν μπει για τα καλά στο γύψο: «Αλληλοδιδακτική μέθοδος: διδακτική μέθοδος κατά την οποία ο/η δάσκαλος/α εκπαιδεύει τους/τις μεγαλύτερους/ες και ικανότερους/ες μαθητές/τριες και αυτοί/ές με τη σειρά τους τους/τις υπόλοιπους/ες μαθητές/τριες»!!!» (σελ. 62). Με τον εθισμό των μαθητών σε ανάλογες φραστικές καρκινοβασίες, τις οποίες θα συναντούμε στο μέλλον ολοένα και πιο συχνά, ο δρόμος για την αλαλία και την αφασία είναι πλέον ανοιχτός…
Βαδίζουμε σταδιακά προς μια κοινωνία αγελαίων μαζανθρώπων, προς μια κοινωνία-χυλό, όπου τα άτομα, όπως στους πίνακες του Γαΐτη, θα είναι όλα ίδια, ομοιόμορφα ντυμένα, χωρίς πρόσωπο, μάτια ή στόμα, και, βέβαια, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα να δημιουργήσουν προσκόμματα στην παντοδύναμη και ασύδοτη Αυτής Μεγαλειότητα την Αγορά. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο. Και εδώ έγκειται η τραγική ειρωνεία της μεθοδευμένης διαστρέβλωσης. Η δήθεν πολιτική ορθότητα  δεν είναι στην ουσία ούτε «ορθότητα» ούτε «πολιτική». Δεν είναι ορθότητα, γιατί αντικαθιστά τη φυσική και τη λογική τάξη των πραγμάτων με τις ερεβώδεις αυθαιρεσίες και τον αποχαλινωμένο βολονταρισμό ενός ασύδοτου μεταμοντερνισμού. Και δεν είναι πολιτική –-με την καλώς εννοούμενη τουλάχιστον εκδοχή της λέξης-– γιατί κατά βάθος αποτελεί μια μεθοδικά επεξεργασμένη μεταμφίεση, πίσω από την οποία κρύβεται η στυγνή δικτατορία της διεθνοποιημένης Αγοράς και της νεοταξικής ιδεολογίας[5], δηλαδή μια στάση ανελεύθερη, άρα χωρίς ουσιαστική σχέση με την πολιτική. Και αλίμονο σε αυτόν που θα επιχειρήσει να διαφοροποιηθεί από τον υδαρή πολτό. Οι κομισάριοι των ΜΚΟ και τα τάγματα εφόδου τους τον περιμένουν στη γωνία για να τον περιποιηθούν δεόντως[6]… Εφόσον μάλιστα αυτά όλα κριθούν ανεπαρκή, ενισχύονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις με τις κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες, μπορεί να προβλέπουν ακόμη και φυλακίσεις, πρόστιμα και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η στοχοποίηση της ομιχλώδους και ανεξιχνίαστης εκείνης «εχθροπάθειας», που ενέχεται για υπόθαλψη του «ρατσισμού»). Η «thought police» σε  όλο το μεγαλείο της! 
Σε τελευταία ανάλυση, με έναν καταιγισμό καταγγελιών, προγραφών και στοχευμένων μέτρων εναντίον φανταστικών ή και υπαρκτών μορφών ανελευθερίας, προωθείται μια άτυπη, αδιόρατη και γι’ αυτό εξαιρετικά επικίνδυνη μορφή ολοκληρωτισμού.  Με βάση τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, οφείλει κανείς με τον καιρό να παραιτηθεί από το δικαίωμα να βλέπει αυτά που φαίνονται, να διαπιστώνει αυτά που συμβαίνουν, να κρίνει με βάση τα δεδομένα που διαθέτει και, προ πάντων, να λέει «έξω από τα δόντια» αυτά που πιστεύει.  Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα λυπηρό το ότι αυτή η «αμερικανιά» της πολιτικής ορθότητας διαθέτει στη χώρα μας πολλούς και υπερενθουσιώδεις  θιασώτες, πλειοδότες και διεκπεραιωτές, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχουν ορισμένοι πάλαι ποτέ διεθνιστές που έχουν ήδη μεταλλαχτεί σε παγκοσμιο-ποιημένους νεοταξικούς. «Αχ, πού σαι νιότη, πού δειχνες πως θα γινό-μουν άλλος»!…
Για την αντιμετώπιση των κινδύνων που σκιαγραφήσαμε, η καλύτερη μέθοδος δεν είναι, βέβαια, ορισμένες αρειμάνιες διακηρύξεις του τύπου «θα σκουπίσουμε τα παπούτσια μας στην κουρελού της πολιτικής ορθότητας». Η αντιμετώπιση τους προϋποθέτει ότι κάθε ενεργός πολίτης, κάθε αληθινός δημοκράτης και κάθε αγνός πατριώτης, αψηφώντας τις ενορχηστρωμένες φωνασκίες των αντιφρονούντων, θα αποδομεί επίμονα και συστηματικά τις εκτροπές της πολιτικής ορθότητας, επισημαίνοντας σε κάθε περίπτωση τη διαβρωτική σημειολογία της, αναδεικνύοντας τον κραυγαλέο παραλογισμό της, υπογραμμίζοντας την ανελεύθερη ιδεολογία της, ξεσκεπάζοντας τη σταδιακά προωθούμενη τυραννία της και καταγγέλλοντας τις γκεμπελικές πρακτικές της. Όσο είναι ακόμη καιρός… 
     ______________________
[1] Πρβλ. Pascal Bruckner, La mélancolie démocratique (ελλ. μτφρ. Η μελαγχολική δημοκρατία, Αστάρτη, Αθήνα, 1991), σελ.128: «Αν υπάρχει ένας όρος που έκανε κεραυνοβόλο καριέρα στα τελευταία πενήντα χρόνια σε σημείο να κακοποιείται συνεχώς και να αδειάζεται από κάθε περιεχόμενο είναι ακριβώς η λέξη ‘φασισμός’(…).Ο φασισμός ήταν (…) οτιδήποτε αντιστεκόταν στο άμεσο καπρίτσιο των ατόμων, (ήταν) κάθε είδος επιβολής, απαγόρευσης, υποχρέωσης.(…). Aκόμη και η γλώσσα ήταν φασιστική, αν πιστέψουμε τον Ρολαν Μπαρτ στον εναρκτήριο λόγο του στο Collège de France!».
[2] Θέλοντας να διεκτραγωδήσει τη φθορά του πολιτικού ήθους, που ήταν απόρροια της παθολογίας του πολέμου, ο Θουκυδίδης θα καταγγείλει την σκόπιμη αλλαγή της σημασίας των λέξεων, η οποία εξυπηρετούσε τους σκοπούς αυτών που την είχαν επιβάλει: «και την ειωθυιαν αξιωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει» (ΙΙΙ, 82,4).
[3] Ιωάννη Κωτούλα,  Ο αφροκεντρισμός και η παραποίηση της ελληνικής ιστορίας, Archive, 21.3.2005 (http://isxys.blogspot.com/2010/12/blog-post_9003.html).
[4] http://www.mitrikosthilasmos.com/2011/02/blog-post.html
[5] Πέρσι  (2012) είδαμε μια Ελληνίδα αθλήτρια να αποκλείεται με συνοπτικές διαδικασίες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου εξαιτίας ενός αθώου και μάλλον κακόγουστου αστείου της, στο οποίο μια «τραβηγμένη από τα μαλλιά» ερμηνεία κατάφερε να εντοπίσει …κάποια στοιχεία ρατσισμού! Ολυμπιακό πνεύμα ή νόμος της σιωπής στο Μεγάλο Πανηγύρι των Πολυεθνικών;

 [6] Πολύ διδακτική, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν», είναι η πε-ριπέτεια της Κικής Δημουλά, την οποία περιάδραξαν για τα περαιτέρω μερικές ύαινες της πολιτικής ορθότητας, επειδή τόλμησε να εκφράσει δημόσια τη δυσφορία της για την υποβάθμιση της Κυψέλης που έχει αλωθεί πλέον από τους λαθρομετανάστες.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Heidegger: Sein und Zeit (6)







Μάρτιν Χάιντεγκερ
1889–1976

Πέραν του εκτός ύπαρξης υποκειμένου

§1

Ο κόσμος, ήτοι η κοσμικότητα, ως υπαρκτικά στοιχεία, δεν μπορούν να κατανοηθούν επαρκώς, ενόσω δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα: ποιος είναι το Dasein [=εδωνά-Είναι] στην καθημερινότητα; Στο τέταρτο κεφάλαιο (§§ 25-27) του Είναι και Χρόνος, ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να προσδιορίσει την ταυτότητα του Dasein, μέσα από μια αλλαγή προοπτικής: προχωρεί από την ερμηνεία των πρόχειρων ενδοκοσμικών όντων στην ερμηνευτική του εαυτού. Ο εν λόγω εαυτός είναι ο εαυτός μου, που, ως το ποιος του Dasein, δεν παραπέμπει σε έναν τρόπο του Είναι, ας πούμε σε ένα υποκείμενο, αλλά σε ποικίλους, οι οποίοι μελετώνται από τον γερμανό φιλόσοφο ως αρχέγονες δομές του Dasein. Τέτοιες λοιπόν είναι το Συνείναι (Mitsein), Συν-εδωνά-είναι (Mitdasein), εαυτότητα (Selbstsein), πολλοί ή καθένας (Man). Τι μας λένε όλα ετούτα; Πως το Dasein, μέσα στον κόσμο, δεν είναι κάτι που υπάρχει εντελώς-παντελώς μόνο του, αλλά συν-υπάρχει με άλλους. Αυτοί οι άλλοι δεν ανήκουν στα πρόχειρα (zuhanden) ή στα παρευρισκόμενα (vorhanden) όντα, αλλά συν-είναι εδώ, δηλαδή συν-υπάρχουν, αλλά όχι με το καθιερωμένο νόημα των συν-ευρισκομένων υποκειμένων, με το νόημα δηλαδή της δι-υποκειμενικότητας, παρά με το φαινομενολογικό νόημα του  Συνείναι με άλλους ή του Συν-εδωνά-είναι των άλλων.

 §2

Στην § 25 του Είναι και Χρόνος, ο Χάιντεγκερ επιχειρεί μια ερμηνεία του εαυτού πέρα από το cogito, από το εγώ σκέπτομαι. Ετούτο το σκέπτεσθαι δεν απορρίπτεται· η σημασία του δεν αμφισβητείται. Ωστόσο δεν μπορεί να αποτελέσει το υπό-βαθρο, το θεμέλιο έρεισμα του μες-στον-κόσμο-Είναι. Και τούτο γιατί «ο ποιος του καθημερινού Dasein θα μπορούσε ίσα-ίσα να μην είμαι εκάστοτε εγώ ο ίδιος». Στην περίπτωση του καθημερινού Dasein που κυριαρχείται από ένα περιβάλλον της βιομέριμνας, αυτό το Dasein συνηθίζει να λέει, όταν αναφέρεται στο εαυτό του: «είμαι αυτό το ον». Κι όμως: αυτό-εδώ το φωνάζει δυνατά τότε, όταν δεν είναι ό,τι αναφέρει για τον εαυτό του, όταν δεν είμαι το ον εδωνά. Τι συμβαίνει εδώ; Όταν έρχομαι σε συνείδηση του εαυτού, εξ αντικειμένου δεν είμαι μόνο εδώ. Επομένως, η αυτοσυνείδηση τούτη, ήτοι το εαυτός-Είναι ή η εαυτότητα (Selbstsein), μπορεί να συνιστά μια υπαρκτική δυνατότητα του Dasein, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι δομικό γνώρισμα του καθημερινού Dasein. Από οντική άποψη, δηλαδή ως ον, μπορεί να νομιμοποιείται το Εγώ να λέει ότι είναι αυτό το ον. Από τη σκοπιά όμως της οντολογικής αναλυτικής, της καθοδόν αναζήτησης του νοήματος του Είναι, το Εγώ δεν μπορεί παρά να δηλώνει ένα φαινόμενο, που αποκαλύπτεται ως το αντίθετο αυτού του φαινομενικού Είναι.


§3

Πότε αποκαλύπτεται ως ένα τέτοιο αντίθετο; Όταν μελετάται το Είναι του φαινομένου, που δηλώνει το Εγώ. Τότε όμως ποιο είναι το Είναι τούτου του Εγώ; Με άλλα λόγια πώς μπορεί να υπάρχει το Εγώ; Μπορεί να είναι και το μη-Εγώ: να υπάρχει και ως μη-Εγώ. Το τελευταίο τούτο, μας λέει ο Χάιντεγκερ (§ 25), μπορεί κάλλιστα  να «είναι ένα ορισμένο είδος του Είναι αυτού τούτου του Εγώ, π.χ. η απώλεια του εαυτού». Εάν το Εγώ πάψει να συλλαμβάνεται με τον τρόπο της παραδοσιακής μεταφυσικής ως ένα res cogitans, ως υποστασιακό, δηλαδή να προσδιορίζεται ως Παρευρισκόμενο (Vorhandenes), κάτι που όμως από τη φύση του δεν είναι, τότε μπορεί αυτό να είναι εξίσου ένα Εγώ όπως και ένα μη-Εγώ. Εξ αυτού προκύπτει πως η εαυτότητα και η μη-εαυτότητα, το εαυτός-Είναι και το μη-εαυτός-Είναι λογίζονται ως δυο θεμελιακές δυνατότητες του Dasein. Τούτο υποδηλώνει περαιτέρω πως το Dasein, στο μέτρο που διεκδικεί την ύπαρξή του ως εαυτός, υπάρχει μόνο με τους άλλους, μόνο μέσα στον κόσμο: «η διαλεύκανση του μες-στον-κόσμο-Είναι φανέρωσε πως αρχικά δεν “είναι” κι ούτε ποτέ υπήρξε ένα σκέτο υποκείμενο χωρίς κόσμο» (§25). Ακόμη και το πιο μοναχικό Dasein συν-υπάρχει μέσα στον κόσμο: ως μες-στον-κόσμο-Είναι, το Dasein αναφέρεται πάντοτε στους άλλους. Αυτοί-εδώ συν-προσδιορίζουν εν τέλει το «ποιος είναι» του Dasein. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η αναζήτηση του νοήματος του Είναι εξορίζει οριστικά το εξ-ουσιαστικό υποκείμενο από τον κόσμο, όσο κι αν κάποιοι καθεστωτικοί «διανοούμενοι» ολοφύρονται ως άλλη Εκάβη για τούτη την εξορία.