Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος: μια ερμηνεία (1)



Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831


Sinnliche Gewißheit (1):
                        
                        Εν αρχή εστί το Πνεύμα

§1: Μια ερμηνευτική εισχώρηση στους «μυστικούς» θησαυρούς της Φαινομενολογίας του πνεύματος τίθεται πάντοτε ως φιλοσοφικό Postulat και ποτέ ως κάτι το δεδομένο ή αποπερατωμένο διαμιάς, καθώς καμιά ερμηνεία δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει οριστικά το εν λόγω έργο. Και η επιχειρούμενη εδώ, σε συνέχειες, ερμηνεία κινείται σε έναν παρόμοιο ορίζοντα, με κύρια έγνοια: να "ξεκλειδώσει" το εγελιανό κείμενο με μια κατά το δυνατόν σύμμετρη προς το πνεύμα του έργου κατανόηση. Το αντικείμενο της συζήτησής μας, κατ’ αρχάς, είναι το πρώτο κεφάλαιο του έργου με τίτλο: Αισθητήρια  Βεβαιότητα (sinnliche Gewißheit). Τι κατανοεί ο Χέγκελ υπ’ αυτή τη βεβαιότητα; Γενικώς την κατ’ αίσθηση Γνώση (sinnliches Wissen) σε διαλεκτική αντίθεση προς την απόλυτη Γνώση (absolutes Wissen), με την οποία ολοκληρώνει το έργο. Αυτή η γλωσσική διατύπωση του Χέγκελ συγκροτεί ένα ρητό νοηματικό όλο μέσα στο γενικό σημασιακό όλο που υποδηλώνει ο τίτλος: Φαινομενολογία του πνεύματος. Το συγκεκριμένο τούτο σημασιακό όλο του τίτλου ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος το καθιστά αντικείμενο της έρευνάς του και το ονομάζει: το εμφανιζόμενο πνεύμα (der erscheinende Geist), δηλαδή το πνεύμα, έτσι όπως φαίνεται/εμφανίζεται, πριν την εννοιακή/κατανοητική του σύλληψη, στη διάρκεια της ανθρώπινης εμπειρίας.

§2: Βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με μια φαινομενολογική έρευνα, η οποία, όσο κι αν μοιάζει ως ένα κάποιο φαινόμενο ιστορικής έρευνας, απέχει πόρρω από το να είναι απλώς μια συμβατική ιστορική περιδιάβαση των πνευματικών επιτευγμάτων του εμπειρικού μας κόσμου, με τη μορφή αλληλοδιάδοχων –απλώς κατά χρονική προτεραιότητα– σχημάτων λόγου ή σκέψης, που εκφράζουν μια συμπτωματική ταυτότητα των εμπειρικών μας πεποιθήσεων με την ύπαρξη μια υπερ-εμπειρικής πνευματικής διάστασης ή πραγματικότητας. Ολόκληρο το οικοδόμημα αυτού του αριστουργήματος, που λέγεται Φαινομενολογία του πνεύματος, έχει ως ενεργοποιό ουσία του την έννοια του πνεύματος και θεμελιωδώς μόνο αυτή. Γι’ αυτό κάθε διολίσθηση σε παραφθαρμένες υποκαταστάσεις αυτής της έννοιας με την έννοια του νου, οδηγεί απευθείας σε μια κατ’ εξοχήν υποκειμενιστική υποβάθμιση του πνεύματος, η οποία με τη σειρά της αντικρίζει το τελευταίο ως μια σχέση φίλου και εχθρού, άρα ως εξουσιαστική επιβολή ενός μπλοκ δυνάμεων πάνω σε ένα άλλο, και όχι ως σχέση γνωριμίας –που είναι πραγματικά το πνεύμα– του φίλιου Εαυτού με τη διαφοροποιημένη του φιλότητα, που ο Χέγκελ ονομάζει: αντι-κείμενο (Gegenstand), ετερότητα του Εαυτού. Με μια αποφθεγματική πρόταση ο γερμανός φιλόσοφος απεικονίζει ως εξής αυτή την αληθινή πραγματικότητα του πνεύματος: «το οικείο εν γένει, επειδή ακριβώς είναι οικείο, δεν είναι εγνωσμένο» (Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, § 31. Εκδ. Δωδώνη 1993).

§3: Όλη η Γνωσιακή κίνηση που διέπει τη Φαινομενολογία από την αρχή, δηλαδή από την κατ’ αίσθηση βεβαιότητα (sinnliche Gewißheit), ως το τέλος, ως την απόλυτη βεβαιότητα, δηλαδή την απόλυτη Γνώση (absolutes Wissen), εκδηλώνεται ως μεταστοχαστική κίνηση του ίδιου του πνεύματος από την κατάστασή του ως ιστορικο-λογικά οικείου, γνωστού, στην εννοιακή/κατανοητική του ανασυλλογή του Εαυτού [=του εαυτού του/μας] ως εγνωσμένου. Τούτο υποδηλώνει πως ο Χέγκελ διαχωρίζει με απόλυτα ευδιάκριτη γραμμή τη φιλοσοφική έννοια του πνεύματος από οιονδήποτε μυθολογικο-θρησκευτικής υφής εξεζητημένο πνευματισμό, που συναντάμε στις διάφορες θρησκευτικές ιστορίες του κόσμου, ή από έναν μεταφυσικό ψυχολογισμό ως συνέπεια της νοοκρατικής παρερμηνείας του πνεύματος. Όταν λοιπόν αυτός ο οξυδερκής φιλόσοφος συλλαμβάνει διαλεκτικά το Πνεύμα ως την αρχή, εννοεί πρωτίστως την κατά Λόγο προτεραιότητά του σε σχέση με κάθε χρονική προτεραιότητα ως αρχή/ξεκίνημα. Με άλλα λόγια: σε κάθε κατ’ αίσθηση γνωσιακό ξεκίνημα, που εμφανίζεται χρονικά πρώτο, όπως εδώ η αισθητήρια βεβαιότητα, Λογικά πρώτο δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά το πνεύμα με τη μορφή της έμφρονης-έλλογης πραγματικότητας, που εν είδει αφανούς αρμονίας (Ηράκλειτος) κατευθύνει το φαίνεσθαι του κόσμου και της γνώσης του. Να γιατί η σαθρή πραγματικότητα, ας πούμε, που εξελίσσεται μπροστά μας, ως κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του σημερινού Ελλαδιστάν, με τις ευλογίες μάλιστα της –βρίθουσας κρετινισμό– καθεστωτικής «αριστεράς», καταλήγει, μετά από κάθε χρονικά πρώτο βηματισμό, να αυτό-αποκαλύπτεται Λογικά ως το πιο ενδεές, απρόσφορο Είναι, δηλαδή ως αυτό που δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι.


    



Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Nietzsche: τι είναι το κράτος; (1)





Friedrich Nietzsche
1844–1900



Το νέο Είδωλο:
Ο Λεβιάθαν-το Τέρας


§1

Προ-Κατανοήσεις

Ο σημερινός άνθρωπος είναι τόσο μπερδεμένος, που στην χοντροκομμένη αυταρέσκεια του συνωμοτικού δικαστηρίου της δειλίας, του περιβόητου κράτους, αναζητεί τη δική του ευτυχία. Έτσι θυσιάζει τον εαυτό του για χάρη ενός ειδώλου, που τον απατά και τον ευτελίζει. Συμβαίνει λοιπόν να βασιλεύει πάνω στη γέρικη γη, σύμφωνα με τον Νίτσε, μια τερατώδης πολιτικο-κρατική οντότητα, της οποίας τα κύρια συστατικά συνυφαίνονται με την σκοτεινή φύση των πάσης φύσεως εθνικισμών, δημοκρατιών, σοσιαλισμών και των αντίστοιχων τύπων κυβερνήσεων και διακυβερνήσεων. Αυτή η οντότητα, το σύγχρονο κράτος, είναι στ’ αλήθεια ο Λεβιάθαν, που παρουσιάζεται ως φύλακας των λαών και έτσι αξιώνει να κηδεμονεύει, με τη διαμεσολάβηση των νόμων, τους πάντες και τα πάντα. Αλλά αυτός ο Λεβιάθαν δεν είναι κάποιος θεός, κάποιος σωτήρας ή λυτρωτής των ανθρώπων, παρά ένα τέρας, ένα ψευδολόγο και αρπακτικό θηρίο. Είναι ακριβώς αυτό που διακηρύσσει. Τι διακηρύσσει; Μια ψυχρή λειτουργία και μια απρόσωπη διαχείριση: δρα ύπουλα και δυναστεύει τυφλά τους λαούς, στο όνομα μάλιστα αυτών λαών. Έτσι όπου είναι παρόν το κράτος, ωσεί παρών είναι και ο λαός. Αλλά ποιος λαός; Η αγέλη, που οι αισθήσεις της είναι τυλιγμένες με ψέματα/ψευδαισθήσεις και απάτες αίσθησης.

§2

Κατανοήσεις

Στον Ζαρατούστρα ( πρώτο μέρος-ομιλία 11) ο Νίτσε απεικονίζει ως εξής αυτό τον Λεβιάθαν –το Τέρας:

«Υπάρχουν ακόμα κάπου λαοί και αγέλες, όχι όμως σε μας, αδελφοί μου: εδώ υπάρχουν κράτη. Κράτος; Τι είναι αυτό; Λοιπόν! Ανοίξτε τώρα τα αφτιά σας, γιατί θα σας μιλήσω για το θάνατο των λαών. Κράτος λέγεται το πιο ψυχρό απ’ όλα τα ψυχρά τέρατα. Ψυχρά επίσης ψεύδεται και τούτο το ψέμα σέρνεται από το στόμα του: «Εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός». Αυτό κι αν είναι Ψέμα! Δημιουργοί ήταν εκείνοι που δημιούργησαν τους λαούς και που κρέμασαν μια πίστη και μια αγάπη από πάνω  τους: έτσι υπηρέτησαν τη ζωή. Εξολοθρευτές είναι εκείνοι που στήνουν παγίδες για τους πολλούς και αποκαλούνται κράτος: κρεμούν ένα σπαθί κι εκατό επιθυμίες από πάνω τους. Όπου υπάρχει ακόμη λαός, δεν καταλαβαίνει το κράτος και το μισεί σαν κακό μάτι και σαν αμαρτία έναντι των ηθών και των δικαιωμάτων».

Τι μας λέει εδώ ο Νίτσε; Πως το κράτος, ως το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα, υπονομεύει την αληθινή ύπαρξη των λαών, ταυτίζοντας τον εαυτό του με την έννοια του λαού. Ετούτη η ταύτιση είναι μια παγίδα για τους λαούς, καθώς το κράτος-καταστροφέας εξολοθρεύει τη δημιουργική τους πνοή και τους μετατρέπει σε μια θλιβερή, αυτο-προδομένη μάζα καταπιεσμένων όντων που «εργάζονται» με όλη τους τη «λαϊκουριά» και με περισσό ζήλο για την ευτυχία των καταστροφέων τους. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και στη σημερινή ελλαδική πραγματικότητα: τα πιο αδηφάγα τέρατα της κρατικής μηχανής, όσο πιο αδηφάγα είναι –και μάλιστα με «σοσιαλ-αριστερό» μανδύα–  τόσο πιο φιλολαϊκά εμφανίζονται. Έτσι αποκοιμίζουν τον λαό με ψευδαισθήσεις παραμυθίας, οι οποίες τελικά αποβαίνουν ολέθριες για την ίδια την ύπαρξή του, βιοτική και πολιτισμική. Και είναι τότε που από δημιουργικός λαός γίνεται ένας ξέπνοος στυλοβάτης των πιο αντιδραστικών-σκοταδιστικών δυνάμεων: γίνεται ένα άβουλο κυβερνώμενο res, που γελοιοποιεί με την ίδια του τη συμπεριφορά τα πιο ευγενικά του συναισθήματα.