Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Ευριπίδης: πώς φιλοσοφείται το τραγικό μας Είναι;





ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
 (484-406 π.Χ.)


ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ
του τραγικού ανθρώπου

§1

Ο Ευριπίδης ανήκει στους τελευταίους από τους μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Μαθητής ο ίδιος του Αναξαγόρα και αποδέκτης σοφιστικών επιδράσεων, είναι ανοικτός στους γόνιμους προβληματισμούς των φιλοσόφων και των σοφιστών  της εποχής του, χωρίς να περιφέρεται εδώ και εκεί ως ανέκφραστος/άκριτος οπαδός του ενός ή του άλλου σοφιστή. Με αυτό το νόημα δεν έπαιξε ποτέ το ρόλο του ποιητή του ελληνικού διαφωτισμού, όπως τον θέλει ο Nestle (: Από τον Μύθο στο Λόγο)ˑ απεναντίας έρχεται σε επαφή με τις καινούριες ιδέες και τις προσλαμβάνει κριτικά: άλλες αφήνει κατά μέρος ως αταίριαστες στο ίδιον Είναι του και άλλες μετουσιώνει σε ποιητικό στοχασμόˑ π.χ. στην Εκάβη (στ.590 κ. εξ.) προβάλλει την ιδέα μιας καλής και έμφρονης εκπαίδευσης, στο γενικότερο πλαίσιο της διδασκαλίας της αρετής. Ως γνωστόν, το πρόβλημα της διδασκαλίας της αρετής απασχόλησε τον Σωκράτη-Πλάτωνα στη διαλεκτική του αντιπαράθεση με τους σοφιστές. Στην Άλκηστη μαθαίνουμε για την ιδέα και την εμπειρία του θανάτου, καθώς επίσης και για τη σύλληψη της ευφορίας της ζωής μέσα από μια τέτοια εμπειρία. Με μια έννοια, σε όλο του το έργο γίνεται εμφανές ένα ισχυρό τραγικό πνεύμα, στη βάση του οποίου συντίθεται μια μοναδική εικονογραφία παθών, ηρωικών ενσαρκώσεων, τολμηρών ή καλύτερα παράτολμων πράξεων, συνετών αυτοσυγκρατήσεων, συνειδητών εντάσεων και μετρημένων συνειρμών σε τύπους ερμηνειών, αναπάντεχων συνυπάρξεων φλογερού πάθους και κοφτερών ορθολογισμώνˑ γενικώς ισχυρών ασυμβατοτήτων ανάμεσα στα διάφορα ή διαφορετικά φαινόμενα της δραματουργικής πλοκής, που για να τα κατανοεί κανείς αξιόπιστα χρειάζεται να τα ομαδοποιεί με βάση κοινά χαρακτηριστικά και να προχωρεί με προσεκτικό βηματισμό στα ενδότερα του λαβυρινθώδους Τραγικού.

§2

    Καθότι ποιητής με υψηλή φιλοσοφική παιδεία, ο Ευριπίδης βαδίζει στα χνάρια μιας ακαταμάχητης νεωτερικότητας με αναστατώσεις, αντιθέσεις, παραφωνίες, διαφωνίες, ασυμφωνίες, αναζητήσεις. Τουτέστιν δεν ακολουθεί τυφλά μια γραμμική ανανέωση μορφών, μύθων, νοημάτων, υφολογικών συναρμογών, ερήμην των παραδοσιακών και καθιερωμένων τοιούτωνˑ δεν χαράσσει μια απρονόητη πορεία προς ένα ευφάνταστο καινούριο, που βρίσκεται σε σύγκρουση με το παλαιόˑ δεν σέρνεται πίσω από κάποιο φαντασιακό κοσμοείδωλο, κατασκευασμένο από τον ίδιο ή ειλημμένο από άλλους. Απεναντίας παρεμβαίνει στην παράδοση, στο παραδοσιακό στοιχείο, και μάχεται να της/του δώσει νέα πνοή: δεν την/το νεκρανασταίνει, αλλά την/το ξανασκέπτεται, τη/το μεταστοχάζεται ποιητικά, για να πλέξει εν τέλει το εγκώμιο της σύνεσης, της σοφίας, όπως μαρτυρείται στη Μήδεια, αλλά και σε άλλα έργα του. Εκκινεί από το παρελθόν και αναζητεί το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην ευειδία [=ομορφιά] ενός τιτάνιου πνευματικού αγώνα με τον τρόπο της ανύψωσης του Τραγικού στην κορυφή του ποιητικού θεωρείν, κατά το πρότυπο του δασκάλου του Αναξαγόρα: το ύψιστο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης βρίσκεται στο θεωρείν του νου. Πρώτα συλλαμβάνει ο νους, έλεγε κατά παρόμοιο τρόπο ο μεγάλος Σολωμός, και μετά αισθάνεται η καρδιά.

§3

Έτσι συνάπτει δραματουργικά τις μετουσιωμένες ιδέες με την τραγικότητα των προσώπων και των πραγμάτων, καλλιεργεί μια βαθιά αίσθηση της πολύπλοκης πραγματικότητας και συνακόλουθα έναν άκρως καλοζυγισμένο χειρισμό του ποιητικού λόγου. Κατ’ αυτή τη γραμμή αντιμετωπίζει την πραγματικότητα όχι όπως θα όφειλε να είναι (Σοφοκλής), αλλά όπως είναι, όπως εμφανίζεται στην άμεση ζωή: με τα πάθη, τις αδυναμίες, τις αντιφάσεις, τα απρόσμενα, τις οδύνες, τις λύπες, τις χαρές, τα αδιέξοδα, τους αδόκητους συντριμμούς και τους μυρίους θανάτους. Τούτο υποδηλώνει πως ο ποιητής δεν κλείνει τα μάτια μπροστά σε έναν κόσμο, που μαστίζεται  –τόσο κατά την εμπειρική του όσο και κατά την πνευματική του συνθήκη– από άλυτες αντινομίες. Γι’ αυτό και προσανατολίζει το νέο θέατρο με τρόπο, που να μην ορρωδεί μπροστά σε καμιά συντηρητική ακαμψία, αλλά να εισχωρεί στην τραγική αλληλο-σύγκρουση των φαινομένων και να μας παρουσιάζει μια Φαινομενολογία του τραγικού ανθρώπου, η οποία συνδυάζει ρεαλισμό και ιδεαλισμό: την ίδια στιγμή που εμφανίζεται εν κινήσει, εν εξελίξει η τραγωδία ενός φθαρμένου σύμπαντος και διεφθαρμένου κόσμου, ακριβώς αυτή τη στιγμή, ο ποιητικός λογισμός ρίχνει προς όλες τις πτυχές του ρεαλιστικού δράματος των ανθρώπων, το ακατάλυτο  φως των μετουσιωμένων ιδεών.     

§4

Πρόκειται για μια μετουσίωση, η οποία περιέχει και ουκ ολίγο σκεπτικισμό. Ο σκεπτικισμός αυτός του ποιητή πρέπει να αναγιγνώσκεται ως μια ενεργητική αντί-Δραση απέναντι σε έναν παθητικό, α-νοήμονα, ελώδη ορθολογισμό: απέναντι σε ένα αδιέξοδο, βαλτωμένο παρόν. Με σύγχρονους νιτσεϊκούς όρους: ο θετικός μηδενισμός ενάντια στον αρνητικό μηδενισμό. Υπό μια τέτοια οπτική, το έργο του Ευριπίδη αναδεικνύεται ως ένα  πολυδύναμο κέντρο υπονόμευσης των αντιπνευματικών φραγμάτων της εποχής του, ανάμεσα στα οποία κατέχει περίβλεπτη θέση και το φράγμα της μαζικής κουλτούρας, ένα άκρως εχθρικό στρατόπεδο κάθε πρωτότυπου, αντισυμβατικού ποιητικού ιδεαλισμού. Αυτό το κέντρο ήταν ουσιωδώς συνδεδεμένο με την τραγικότητα της ιστορικής συγκυρίας, που λέγεται Πελοποννησιακός πόλεμος και με μια αντίστοιχα απρόβλεπτη ως προς την οντολογική της σύσταση επικαιρότητα. Στη συνάφεια τούτη φαντάζει παράξενο, εκ πρώτης όψεως, το γεγονός ότι ένα τόσο πρωτοποριακό έργο παραγνωρίστηκε σχεδόν όσο ζούσε ο ποιητής και αναγνωρίστηκε περίλαμπρα μετά το θάνατό του. Γιατί; Επειδή αντιπαρατέθηκε με τα απόνερα της μαζικής κουλτούρας. Για τη μαζική κουλτούρα της εποχής του, αναπαραγόμενη μεταξύ άλλων και από κωμικούς ποιητές, με πρώτο τον Αριστοφάνη, ο Ευριπίδης θεωρούνταν ανατρεπτικός αγνωστικιστής, περίπου κατά το πνεύμα του αγνωστικισμού του Πρωταγόρα, ένας μοναχικός διανοητής, δυσνόητος, αντι-μαζικός και αποτραβηγμένος από τα κοινά. Ιδωμένο βαθύτερα το ως άνω γεγονός της παραγνώρισης εξηγείται από το ότι το συνολικό δραματουργικό επίτευγμα του ποιητή έβλεπε πολύ πιο μπροστά από την εποχή του και ξεπερνούσε το πνευματικό επίπεδο της αθηναϊκής μάζας, στην οποία απευθυνόταν. Κι όμως! Ο Ευριπίδης, ακολουθώντας τον δικό του μοναδικό και γι’ αυτό μοναχικό, για τους αδαείς, δρόμο έθετε ως πρώτιστο μέλημά του «τη μελέτη του ίδιου του ανθρώπου» (J.de Romilly). Μια τέτοια μελέτη καθίσταται προσιτή ως μια αποκαλυπτική Ποιητική, που κεραυνοβολεί σε συγκομιδή και προβολή νέων ιδεών και μορφών, αλλά ταυτόχρονα εργάζεται με περίσκεψη, με περισσή φρόνηση στη ψυχολογική προσέγγιση του ανθρώπινου Είναι.




Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος, μια ερμηνεία (4)



                
               Φαινομενολογία του πνεύματος

                             Α. Συνείδηση
                  Ι. Η κατ’ αίσθηση βεβαιότητα
                                                     ή
                            Το Αυτό και το Νομίζειν


                           Διαλεκτική της αμεσότητας και
                                   της διαμεσολάβησης


                                        1.    Μετάφραση


§92: Αλλά, αν προσέξουμε καλύτερα, στο καθαρό Είναι, το οποίο αποτελεί την ουσία αυτής της βεβαιότητας και το οποίο αυτή η τελευταία διακηρύσσει ως αλήθεια της, λαμβάνουν χώρα/παίζουν παράπλευρα (beiher-spielen) και πολλά άλλα ακόμη. Μια πραγματική κατ' αίσθηση βεβαιότητα δεν είναι μόνο αυτή η καθαρή αμεσότητα, αλλά και ένα παράδειγμα αυτής. Από τις αναρίθμητες διαφορές που συναπαντώνται εδώ, βρίσκουμε σε κάθε περίπτωση την καθοριστική διαφορά, σύμφωνα με την οποία από το καθαρό Είναι εκβάλλουν παρευθύς μέσα στην αισθητήρια βεβαιότητα τα δύο Αυτά, όπως ήδη τα έχουμε ονομάσει, ένα Αυτός ως Εγώ και ένα Αυτό ως αντι-κείμενο. Αν διαστοχασθούμε πάνω σ' αυτή τη διαφορά, διαπιστώνουμε ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι μόνο άμεσα παρόντα μέσα στην κατ' αίσθηση βεβαιότητα, αλλά συνάμα και διαμεσολαβημέναˑ έχω τη βεβαιότητα μέσω ενός άλλου, δηλαδή του Πράγματοςˑ και αυτό κατά τον ίδιο τρόπο είναι παρόν μέσα στη βεβαιότητα μέσω ενός άλλου, δηλαδή μέσω του Εγώ.

2.  Ερμηνεία-Σχολιασμός

Ι. Η κατ’ αίσθηση βεβαιότητα είναι η έναρξη, το ξεκίνημα του δρόμου (der Anfang des Wegs) της συνείδησης, νοούμενης ως άμεσης παρουσίας του πνεύματος και από τη σκοπιά της νεωτερικής υποκειμενικότητας ως κινούμενης στα όρια των κατ’ αίσθηση δεδομένων της. Τούτο δεν σημαίνει πως η εν λόγω βεβαιότητα ταυτίζεται με τον Εμπειρισμό ή τον πλησιάζει εσωτερικά, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ερμηνευτές του Χέγκελ –π.χ. ο Taylor ή ο Rockmore[1]– αλλά πως οριοθετεί τη γνώση της συνείδησης με βάση την κατ’ αίσθηση πρόσληψη ενικών, επί μέρους όντων, φαινομένων ή αντι-κειμένων, εντυπώσεων κ.λπ. και όχι την κατ’ έννοια σύλληψή τους (βλ. § 90). Τουτέστιν: δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη κάποια αναστοχαστική, ήτοι μεταστοχαστική εκδίπλωση της συνείδησης, που θα της επέτρεπε να χρησιμοποιεί έννοιες, ώστε να επεξεργαστεί γνωσιο-οντο-λογικά τις πολλαπλές παραστάσεις ή εκφάνσεις του αντι-κειμένου της και να φτάσει σε μια Λογική [=κατά Λόγο-εσωτερική] εναρμόνιση/συμφωνία/αντιστοιχία των δικών της παραστάσεων με εκείνες του αντι-κειμένουˑ δηλαδή να κατανοήσει εαυτόν και αντι-κείμενο ως ενιαίο Εν, ως εννοιακή ενότητα, δηλαδή ως δυο ενδιάθετες ροπές της μιας και της αυτής Έννοιας.

ΙΙ. Ό,τι προσφέρεται λοιπόν άμεσα στις αισθήσεις, αυτό αποτελεί και το Είναι του Πράγματος. Αυτό-εδώ το Είναι ο Χέγκελ το προσδιορίζει ως καθαρό Είναι (reines Sein). Το λεξίδιο rein στο παρόν σημείο έχει, κατά κάποιο τρόπο, αρνητική σημασία, με το νόημα κυρίως του σκέτου, γυμνού, αφηρημένου, κενού περιεχομένου, σε αντίθεση με άλλους φιλοσόφους, όπως π.χ. ο Καντ, όπου νοείται θετικά. Έτσι το reines Sein παραπέμπει στο γυμνό, το αφηρημένο, αδιαφοροποίητο, χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό και περιεχόμενο Είναι[2]. Ιστορικά νομιμοποιείται ως μια πρώτη οντο-λογική μορφή ύπαρξης της σκεπτόμενης συνείδησης, η οποία δεν έχει ακόμα επίγνωση της νεωτερικής αντίθεσης υποκειμένου και αντικειμένου, αλλά αξιώνει να φέρει εμπρός στον εαυτό της, καθότι άμεση μορφή του πνεύματος, ό,τι υπάρχει πραγματικά στον κόσμο των αισθήσεων, το οποίο σε κάθε περίπτωση κατανοεί ως ενικό, μεμονωμένο, μερικό. Έτσι, αυτό που για τις αισθήσεις μας αποτελεί το Είναι δεν λογίζεται ως το μέγιστο, ως ο τελικός σκοπός, για τον Χέγκελ, όπως συμβαίνει με άλλους φιλοσόφους, αλλά ως το ελάχιστο του Πράγματος: ένα ξεκίνημα, που συνιστά ένα πρώτο όλο, μια απόλυτη ενότητα εμπειρικής και λογικής αίσθησης της συνείδησης. 

ΙΙΙ. Αυτή η ενότητα είναι απόλυτη στο επίπεδο της κατ’ αίσθηση και όχι της εννοιολογικής, ήτοι φιλοσοφικο/λογικά δομημένης πραγματικότητας. Είναι διαλεκτική βαθμίδα, όπου συντελείται μετάβαση από την αμεσότητα του αισθητού Είναι, της κατ’ αίσθηση ουσίας στη διαμεσολάβησή της από το παράδειγμα, το αντι-κείμενο, που συνιστά τη διαφορά. Αυτό κατανοείται ως εξής: με βάση τη βαθμίδα των αισθήσεων το Είναι, η ουσία μας, είναι η ορισμένη παθητική μας στάση, που δύναται να βλέπει κάτι. Αυτή είναι η κατάσταση της αμεσότητας [=καθαρό Είναι], καθώς δεν υπάρχει κάποια στοχαστική διαμεσολάβηση, τουτέστι συνεπαγωγή [=δεν συνάγεται κάτι μέσω της σκέψης].  Αλλά κατά τη στιγμή που βλέπουμε ένα αντι-κείμενο λαμβάνουν χώρα, δηλαδή μπαίνουν επί πλέον στο παιχνίδι (beiher-spielen), κατά την ωραία διατύπωση του Χέγκελ, κι άλλα πολλά. Έτσι παύει να ισχύει η εντύπωση της αμεσότητας του βλέπειν, δηλαδή της κατ’ αίσθηση βεβαιότητας ως βλέπειν. Αποδεικνύεται ανύπαρκτη αυτή η αμεσότητα, γιατί έρχεται στο Είναι μια σχέση: αυτή ανάμεσα σε ένα Εγώ, σε αυτό-εδώ το Εγώ, ας πούμε, και σε ένα αντι-κείμενο, αυτό-εδώ το αντι-κείμενο. Να ποια είναι τα άλλα πολλά: μια πολλότητα αυτών-εδώ των Εγώ και αυτών-εδώ των αντικειμένων. Η απόλυτη ενότητα είναι η αυτότητα Εγώ και αντι-κειμένου στο επίπεδο της αίσθησης και συνάγεται ως κατ’ αίσθηση λογικότητα του ενός και του άλλου αυτό-εδώ Εγώ και του ενός και του άλλου αυτό-εδώ αντι-κειμένου.    





[1] Rockmore, T. Cognition: An Introduction to Hegel’s Phenomenology of Spirit. Berkeley: University of  California Press, 1997.  Taylor, C. Hegel. Cambridge: Cambridge University Press, 1975.
[2] Αναλυτικά βλ. Γκ. Χέγκελ: η διδασκαλία περί του Είναι, μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Νόηση, Αθήνα 2013, σσ. 142 κ.εξ.