Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος, μια ερμηνεία (5)


Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831


Φαινομενολογία του πνεύματος:


Λογος του Είναι στο παρόν για το παρόν


H συνείδηση σήμερα


§1. Διασαφήσεις

Ι. Πιο κάτω μεταφράζεται και σχολιάζεται η § 93 από το πρώτο τμήμα: Α. Συνείδηση, κεφάλαιο Ι: Αισθητήρια βεβαιότητα της Φαινομενολογίας του πνεύματος.  Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά τμήματα και κεφάλαια του εν λόγω έργου, γιατί μια σωστή κατανόησή του μας επιτρέπει μια συνολική παρακολούθηση της οδοιπορίας  του πνεύματος στην ενδοκοσμική του εμφάνιση και μια ορθή σύλληψη όλων των γωνιών και διαγωνίων της δράσης του. Κάθε σύγχρονη ανάγνωση της εγελιανής Φαινομενολογίας και συναφώς της επιστήμης της λογικής αποτελεί μια αληθώς δια-τροπική πράξη ανοικτών οριζόντων του υποκειμένου: τουτέστι, μια φιλοσοφική πράξη διαφορετικής τροπής, ικανής να αποσυνθέτει τον παθητικό μηδενισμό, ήτοι τον ενεργό σκοταδισμό, τον οποίο παράγει το περίπλοκο σύστημα της «ψευδούς συνείδησης»[1] και αναπαράγει η παρούσα δικτατορική ολιγαρχία τσιφτετελάδων πολιτικάντηδων, η πιο αδίστακτη από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους πολιτική συμμορία λούμπεν ψευτο-«αριστερών», που σαν πεινασμένοι λύκοι, ως άλλα «μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά», κατά την τραγουδιστική τους ορολογία, ξεσχίζουν τις σάρκες της κοινωνίας και σκορπούν στο λαό απαρηγόρητους θρήνους και κοπετούς.
ΙΙ. Το υπό συζήτηση θέμα της κατ’ αίσθηση συνείδησης, δηλαδή της συνείδησης στο επίπεδο της κατ’ αίσθηση πραγματικότητάς [της], αφορά μια ορισμένη μορφή αλήθειαςˑ αυτή της φανέρωσης της αναλήθειας που προβάλλεται ή μη-συνειδητά θεωρείται ως αλήθεια. Κάτι δηλαδή, που σχετίζεται πολλαπλώς με τη σημερινή πραγματικότητα εν όλω και με μια αντικειμενική της ανάγνωση. Ας μην ξεχνάμε: κάθε λόγος του Χέγκελ για το πνεύμα ξεκινά από το πνεύμα της εποχής (Zeitgeist), διατρέχει το φιλοσοφικό του Γολγοθά και ξαναγυρίζει στο ξεκίνημα. Στο πρώτο μας ξεκίνημα, με βάση την ως τώρα ανάλυση[2] έχουμε τα εξής δεδομένα: α) τη συνείδηση, που γνωσι-οντο-λογικά συνιστά γενικώς την άμεση παρουσία του πνεύματος και στο υπό συζήτηση κεφάλαιο εμφανίζεται με τη μορφή της αισθητήριας βεβαιότητας (sinnliche Gewißheit)ˑ β) το αντι-κείμενο (Gegenstand), ενικό, ατομικό και ανεξάρτητο από τη συνείδησηˑ ανεξάρτητο με το νόημα πρωτίστως ότι η συνείδηση δεν έχει ακόμη επίγνωση πως είναι το αντι-κείμενό της, δηλαδή η ετερότητά της, και το βιώνει ως κάτι ξένο.

§2. Μετάφραση

§93

Δεν είμαστε ακριβώς εμείς αυτοί που κάνουμε τούτη τη διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στο παράδειγμα, στην αμεσότητα και στη διαμεσολάβηση, αλλά τη βρίσκουμε στην ίδια την κατ’ αίσθηση βεβαιότηταˑ και πρέπει να λαμβάνεται με τη μορφή που υπάρχει στην εν λόγω βεβαιότητα και όχι  όπως την προσδιορίσαμε προ ολίγου εμείς. Στους κόλπους αυτής της  βεβαιότητας, ο ένας όρος τίθεται ως  το απλό άμεσα ον ή ως η ουσία, δηλαδή ως το αντι-κείμενο, ενώ ο άλλος ως το επουσιώδες και διαμεσολαβημένο, που μέσα στην αισθητήρια βεβαιότητα δεν είναι καθεαυτό, αλλά μέσω ενός άλλου, είναι δηλαδή το Εγώ, μια Γνώση, που γνωρίζει το αντι-κείμενο μόνο επειδή αυτό είναι, και η οποία μπορεί να είναι [= υπάρχει] ή και να μην είναι [= υπάρχει]. Το αντι-κείμενο όμως είναι: αυτό είναι το αληθές και η ουσίαˑ αυτό είναι, αδιαφορώντας για το εάν είναι αντικείμενο Γνώσης ή όχιˑ  παραμένει, ακόμη και όταν δεν είναι αντικείμενο Γνώσηςˑ η Γνώση όμως δεν είναι [= υπάρχει], αν δεν είναι [= υπάρχει] το αντι-κείμενο.


§3. Ερμηνεία-κατανόηση:


Ι. «Δεν είμαστε ακριβώς … προ ολίγου εμείς»:

α) Ποιο είναι το «εμείς»; Είναι ο φιλόσοφος εν γένει, που παρ-ακολουθεί την εμπειρία της συνείδησης και προσλαμβάνει μεταστοχαστικά, ήτοι με τη μορφή ή τον τρόπο της κατανοητικής σκέψης, δηλαδή της εννοιολογικής σύλληψης,  ό,τι προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής της κατ’ εμπειρία κίνησης της συνείδησης. Δεν επεμβαίνει έξωθεν, με υπολογιστικό τρόπο, ήτοι βουλησιαρχικά ή φαντασιακά, παρουσιάζοντας ως αλήθεια ό,τι αυτός πιστεύει, θεωρεί ή κρίνει. Με άλλα λόγια δεν κατασκευάζει, αλλά δημιουργεί έννοιες. Έτσι στέκεται δια-κριτικά [=δια-στοχαστικά] απέναντι στις εσωτερικές διεργασίες της συνείδησης.
β) Η συνείδηση, ως άμεσο πνεύμα, εδώ με τη μορφή της κατ’ αίσθηση βεβαιότητας, βιώνει μέσα της το καθολικό, το όλο, του οποίου η ίδια, δυνάμει ή εγγενώς, πέραν δηλαδή του τι είναι και τι καταλαβαίνει στο παρόν σημείο ανάπτυξής της, αποτελεί ανα-σκόπηση, ανα-και μετα-στοχασμό (Reflexion).
γ) Βιώνει λοιπόν το καθολικό –δηλαδή ουσία και παράδειγμα, αμεσότητα και διαμεσολάβηση– χωρίς ωστόσο να το συλλαμβάνει στην έννοιά του: ως ένα όλο, με τις εσωτερικές του διαφοροποιήσεις, ενέργειες και παρενέργειες, δράσεις και αντιδράσεις, δηλαδή με τις αντιθετικές του τάσεις και εν τέλει με την τελική συνδιαλλαγή, ήτοι ενοποίηση όλων των αντιθετικών του τάσεων σε μια υψηλότερη γνωσι-οντο-λογικά ενότητα, όπου το αρνητικό είναι ανηρημένο και μόνο ως τέτοιο ανηρημένο υφίσταται.
δ) Ένα παράδειγμα από την κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα: η ως άνω συνείδηση, που αντιστοιχεί στη λεγόμενη κοινή συνείδηση/κοινό νου, βιώνει τα αρπακτικά θηρία της πολιτικής, όχι ως ένα εννοιακό όλο, δηλαδή ως ένα ριζικά θανατηφόρο κακό για όλη την κοινωνία, για το ίδιο το έθνος, αλλά ως ένα επί μέρους ή στιγμιαίο κακό: ως κλεφτοκοτάδες που απειλούν το δικό της/του βιος. Έτσι το/τους βδελύσσεται προς στιγμή, για να το/τους αγαπήσει εκ νέου, μεταμφιεσμένο/ους σε πιο ολοκληρωτική μορφή, ας πούμε, στην παρούσα δικτατορία της "αριστερής" φαυλοκρατίας, του αδιάντροπου αμοραλισμού και απροκάλυπτου φεουδαρχισμού, τύπου Μπρέζνιεφ ή Νικολάι και Έλενας Τσαουσέσκου. 
ε) Η συνείδηση εδώ, ως γνώση καθοριστική για την οντο-λογική ύπαρξη του ανθρώπου, δεν υπερβαίνει τη βιωματική της εμπειρία, δεν είναι φιλοσοφική Γνώση, ώστε να κατοπτεύει, να ανα-στοχάζεται και να μετα-στοχάζεται: να ερμηνεύει διαλεκτικά το πολιτικό γίγνεσθαι ανθρώπων και πραγμάτων. Διαλεκτικά σημαίνει να μη σκέπτεται απλώς συναισθηματικά και έτσι να συμπεριφέρεται ως ποίμνιο, που έχει ανάγκη το βοσκό του ή που αναγορεύει ως βοσκό του τον χείριστο των χειρίστων. Διαλεκτικά επομένως σημαίνει να εισχωρεί στις αντιφατικές πτυχές της πραγματικότητας, π.χ. του πολιτικού συστήματος, να παρ-ακολουθεί, όπως το ως άνω φιλοσοφικό «εμείς», ήτοι να κρίνει –με βάση μια βαθιά γνώση και χωρίς ιδεολογικο-κομματικές παρωπίδες, τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις, τις αντίστοιχες θέσεις και αντι-θέσεις, στάσεις και αντι-στάσεις κ.λπ. των δυνάμεων του εν λόγου πολιτικού συστήματος– και να αποφαίνεται ή να πράττει δεόντως.

ΙΙ. «Στους κόλπους αυτής … αν δεν είναι [= υπάρχει] το αντι-κείμενο.

α) Η ουσία είναι το αντι-κείμενο. Γιατί το αντι-κείμενο και όχι το Εγώ, δηλαδή η συνείδηση ως το Εγώ, που υποτίθεται ότι διαθέτει γνώση; Επειδή αυτό είναι κάτι το υπαρκτό, κάτι το αδιαμφισβήτητα πραγματικό: «επειδή είναι». Το ελάχιστα αληθινό, συγκεκριμένο, που μπορεί να γνωρίζει η συνείδηση για το αντι-κείμενο είναι το γεγονός ότι αυτό είναι.
β) Το Εγώ, το υποκείμενο, είναι το επουσιώδες. Γιατί; Επειδή προσδιορίζεται από μια γνώση, η οποία υπάρχει, επειδή υπάρχει το αντι-κείμενο. Χωρίς την ύπαρξη του τελευταίου δεν μπορεί να υπάρξει γνώση.
γ) Επουσιώδες λοιπόν με το νόημα ότι η ουσία του δεν βρίσκεται εντός εαυτού, δεν είναι ο εαυτός του, αλλά ένα άλλο: το αντι-κείμενο. Αυτό-εδώ προσφέρει τη δυνατότητα στο υποκείμενο να συγκροτείται ως γνωρίζον υποκείμενο, εφόσον εκείνο υπάρχει, ή ως μηδέν, εφόσον δεν υπάρχει.
δ) Έτσι δεν είναι μόνο επουσιώδες, αλλά και διαμεσολαβημένο από τη γνώση του αντι-κειμένου. Δεν αυτο-διαμεσολαβείται ακόμη από τη γνώση του εαυτού του, γι’ αυτό δεν είναι και εννοιολογικό όλοˑ διαμεσολαβείται ωστόσο από μια κατ’ αίσθηση γνώση, αυτή τη γνώση του αντικειμένουˑ τουτέστι από την άμεση,  δια των αισθήσεων, εντυπώσεων, γνωμών, σχηματισθείσα εικόνα του αντι-κειμένου.
ε) Στο παράδειγμα του Πολιτικού: η γνώση του υποκειμένου για το πολιτικό προσωπικό και το πολιτικό σύστημα είναι μια αισθητηριακή γνώση: γνώση διαμεσολαβημένη από τις εντυπώσεις, τα επικοινωνιακά τεχνάσματα, τις συναισθηματικές εξάρσεις ή εξαρτήσεις από κόμματα και ιδεολογίες, τους εκβιασμούς ή καταναγκασμούς, την προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε. κ.λπ. Γι’ αυτό και είναι επουσιώδης: εξαρτάται από την ύπαρξη του λησταρχείου της πολιτικής συμμορίας. Θα γίνει ουσιώδης, μόνο ως φιλοσοφική γνώση. Θα πάψει δηλαδή το ανθρώπινο υποκείμενο να είναι εξάρτημα του ενός ή του άλλου λησταρχείου, εφόσον ή όταν αυτό γίνει συνείδηση του Εαυτού και όχι απλώς του αντι-κειμένουˑ μια φιλοσοφική διεργασία, που θα την παρακολουθήσουμε στις επόμενες αναλύσεις της Φαινομενολογίας του πνεύματος.






[1] Βλ. σχετικά: Δημ. Τζωρτζόπουλος: Χέγκελ και κατανοητική σκέψη. Εκδ. Δωδώνη 2000, σσ. 48 κ.εξ.
[2] Βλ. προηγούμενες αναρτήσεις για την ερμηνεία της Φαινομενολογίας του πνεύματος.