Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Αριστοτέλης: λογική και φαύλη πράξη





Αριστοτέλης
384-322 π.Χ.


Η κρυφή αρμονία της Λογικής πράξης


§1
Εισαγωγικές υποτυπώσεις

     Ι. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, το τοπίο της νεοελληνικής πολιτείας χαρακτηρίζεται από αχαλίνωτο αμοραλισμό και ασυγκράτητο παραλογισμό. Η φαυλοκρατία δεν έχει προηγούμενο από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια ιδιότυπη φαυλοκρατία ως προς τα εξής σημεία, μεταξύ άλλων: νοσηρή άσκηση εξουσίας από πολιτικούς σακάτηδες· αμόρφωτο και ιδεοληπτικά άρρωστο πολιτικό προσωπικό με σαφή δείγματα ψυχασθενικής συμπεριφοράς. Ανυπόληπτο και ανίκανο για δημιουργία στην προσωπική του ζωή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναζητεί το νόημα της ζωής του μέσα στους σκοτεινούς θαλάμους της πολιτικής διακυβέρνησης, ακόμη κι αν αυτή-εδώ το εκθέτει ως υπηρέτη ξένων προς τη χώρα συμφερόντων.

     ΙΙ. Όταν ο Αριστοτέλης αφιέρωνε τη ζωή του στον θεωρητικό/πρακτικό αγώνα ενάντια στον κόσμο της πολιτικής φαυλότητας, δεν σκεφτόταν μόνο για τη δική του εποχή, αλλά και για την εκάστοτε σύγχρονη εποχή. Γι’ αυτό και ο λόγος του ισχύει και σήμερα στο ακέραιο. Σύμφωνα λοιπόν με το φιλόσοφο, η λογική πράξη συνδέεται με την πραγμάτωση της ηθικής αρετής. Η τελευταία δεν νοείται απλώς σε ατομικό επίπεδο, αλλά θεμελιωδώς στον πολιτικό βίο. Αναλογικά δεν συνδέεται τόσο με κάποιες αρχές ή κώδικες ηθικής συμπεριφοράς όσο με θεμελιώδεις αρχές ορθοφροσύνης.
                                                          
                                                        §2

     Ι. Η ορθοφροσύνη, από άποψη αρχής, είναι σύμφυτη με το Είναι του ανθρώπου ως τέτοιου. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δεδομένη, δεν αποτελεί στατικό μέγεθος αλλά  κατακτιέται στην πράξη και με την πράξη. Ή καλύτερα: είναι αυτή τούτη η γνωστική, η φρόνιμη πράξη. Πότε ο άνθρωπος πράττει με φρόνηση; Όταν είναι ευαισθητοποιημένος, πεπαιδευμένος, καλλιεργημένος· και τούτο όχι υποχρεωτικά με το νόημα του ανθρώπου που έχει ολοκληρώσει την τυπική εκπαίδευση ως τις ανώτατες βαθμίδες. Εάν ίσχυε αυτό, τότε ο κάθε διεφθαρμένος πολιτικός θα ήταν ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της ηθικής πράξης και το πολιτικό του ψεύδος, η πολιτική του ανικανότητα, η μέγιστη αρετή. Αυτός που συνεχώς μετα-μορφώνεται από την πράξη του είναι ο πραγματικά πνευματικός, σκεπτόμενος άνθρωπος. Ως αποδεικτικό στοιχείο για την πραγμάτωση μιας λογικής, φρόνιμης πράξης ο Αριστοτέλης λαμβάνει τα συναισθήματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, που νιώθει ο άνθρωπος για και από τις πράξεις του.

     ΙΙ. Τούτο αποτελεί σημάδι ότι είναι ήδη διαμορφωμένα μέσα μας τα σταθερά στοιχεία του χαρακτήρα μας: π.χ. αισθάνεται ευχάριστα κανείς όταν απέχει από τις φαύλες πράξεις· όταν όμως η αποχή του από αυτές του προκαλεί δυσαρέσκεια, τότε είναι ακόλαστος, φαύλος. Όλα τούτα δείχνουν ότι δεν αρκεί να κάνουμε ηθικές πράξεις, αλλά πρέπει να νιώθουμε ευχαρίστηση με αυτό που κάνουμε, πράγμα που επιβεβαιώνει τότε ότι πράττουμε ηθικά και ενάρετα. Το πεδίο της αίσθησης αποτελεί ένα πρώτο επίπεδο διά-γνωσης και αυτογνωσίας ως προς το συνετό ή φαύλο πράττειν. Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι που νιώθουν ευχάριστα, όταν προβαίνουν σε ποταπές πράξεις, και  αποφεύγουν τις ορθές, γιατί τους προκαλούν δυσαρέσκεια, δείχνουν ότι είναι κολασμένοι, διεφθαρμένοι,  ανεξάρτητα από το τι πιστεύουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Αυτό συμβαίνει, εν πολλοίς, και με τους κολασμένους κυβερνήτες: όσο βυθίζονται μέσα στη διαφθορά, τόσο πιστεύουν πως η πολιτική τους διέπεται από υψηλή ορθοφροσύνη. Εδώ ακριβώς έγκειται το σχιζοειδές ή σχιζοφρενές της οντολογικής τους ακαταστασίας. Γι’ αυτό, μας λέει ο Αριστοτέλης, οι άνθρωποι πρέπει να παιδ-αγωγούνται από τη μικρή τους ηλικία σωστά, ώστε να νιώθουν, κατ’ έθος, ευχάριστα με την εκτέλεση των σωστών πράξεων και δυσάρεστα με την εκτέλεση των ευτελών πράξεων. Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, είναι πρόβλημα παιδείας και όχι μιας άχαρης τυπικής εκπαίδευσης.

§3
Ηθικά Νικομάχεια Β 3, 1-2

«Πρέπει να θεωρούμε αποδεικτικό σημάδι των έξεων (: των μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα) την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που συνοδεύει τις πράξεις μας·  αυτός δηλαδή που απέχει από τις σωματικές ηδονές και χαίρεται γι’ αυτό είναι σώφρων (: συνετός), ενώ αυτός που δυσανασχετεί [για την αποχή του από τις σωματικές ηδονές] είναι ακόλαστος· το ίδιο επίσης, αυτός που υπομένει τα δεινά και χαίρεται ή τουλάχιστον δεν λυπάται, είναι ανδρείος, ενώ όποιος λυπάται είναι δειλός. Και όλα τούτα, επειδή η ηθική αρετή κινείται γύρω από τις ηδονές (: την ευχαρίστηση) και τις λύπες (: δυσαρέσκεια)· διότι η ηδονή (: η ευχαρίστηση) μας εξωθεί να κάνουμε ευτελή πράγματα, ενώ η λύπη (: η δυσαρέσκεια) μας κρατά μακριά από τα αισθητικώς ωραία πράγματα. Γι’ αυτό πρέπει, όπως λέει ο Πλάτων, να έχει λάβει κανείς ήδη από μικρός εκείνη την αγωγή που θα τον κάνει να χαίρεται (: να ευχαριστιέται) και να λυπάται (: να δυσαρεστείται) για τα πράγματα που πρέπει (: αξίζει)· πράγματι, αυτή είναι η σωστή παιδεία».

§4
Ένα σχόλιο

1. Η αριστοτελική πραγμάτευση της ηθικής αρετής δεν έχει μονοδιάστατα θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά κυρίως πρακτικό. Έτσι οι έξεις συσχετίζονται με τα αντίστοιχα συναισθήματα ευαρέσκειας ή δυσαρέσκειας που προκαλούν. Τούτο δείχνει περαιτέρω πως ο χαρακτήρας των έξεων εδραιώνεται σταθερά και δεν μεταβάλλεται εύκολα, γι’ αυτό πρέπει οι πράξεις μας να είναι ποιοτικές. Οι πράξεις μας, οι ενέργειές μας εν γένει  απελευθερώνουν μέσα μας συναισθήματα. Η ποιότητα, συνεπώς, των συναισθημάτων μας βρίσκεται σε αναλογική ανταπόκριση με την ποιότητα των ενεργειών μας. Πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να επιδιώκεται μια εναρμόνιση ανάμεσα σε αυτό που αισθανόμαστε, όταν σχεδιάζουμε την πράξη, και στον αντικειμενικό χαρακτήρα των πράξεών μας. Στο παράδειγμα του πολιτικού, ας πούμε, η δυσαρμονία ανάμεσα στο συναίσθημά του, εν όψει της καταστροφικής πράξης για ένα ολόκληρο έθνος, και στη δήθεν αναγκαστική συμμετοχή του στην εκτελεσθείσα καταστροφική πράξη τον καταδικάζει να είναι κολασμένος και αμοραλιστής. Ουδεμία δικαιολόγηση του είδους ότι εργάζεται για το μελλοντικό καλό ενός λαού τον απαλλάσσει από το στίγμα του διεφθαρμένου.
2.  Το ευχάριστο συναίσθημα, η ηδονή της πράξης ή εκ της πράξης δεν είναι εξ ορισμού ένα αρνητικό συναίσθημα, αλλά διαβαθμίζεται αρνητικά ή θετικά, ανάλογα με την ποιότητά του, η οποία και πάλι συνδέεται με την ποιότητα της πράξης. Πώς όμως μπορεί κανείς να κάνει διάκριση ανάμεσα στον αγαθό και φαύλο χαρακτήρα της ηδονής ή, με άλλα λόγια, ανάμεσα στις ποιοτικές και στις μη-ποιοτικές ηδονές; Με το να συνδέει την ηθική πράξη με την ποιοτική ηδονή. Πώς τα μαθαίνει αυτά; Μέσα από την ορθή παιδεία, δηλαδή τη φιλοσοφική παιδεία. Στο πιο πάνω παράδειγμα των πολιτικών, η φαύλη ηδονή είναι η μόνη παρούσα σε όλες τους τις πράξεις: από την φτηνή ηδονή του τεμπέλη με αδρές αμοιβές έως τις πάσης φύσεως σωματικές, υλικές και άλλες μη-ποιοτικές ηδονές. Η σκέψη ή η περίσκεψη, με αριστοτελικό τρόπο, για το αν αυτούς τους ανθρώπους τους διέπει και καμιά ποιοτική ηδονή, είναι το ζητούμενο του αριστοτελικού κειμένου.